Έβγαλα ένα ουρλιαχτό ακολουθούμενο από μια σειρά αλυχτίσματα για να υπενθυμίσω στους ομόγενούς μου την εξουσία μου πάνω σε αυτή την περιοχή, μετά πέρασα το δρόμο, μπήκα μέσα στο αμάξι και κάθισα εκεί για να φάω όλο το κρέας με την ησυχία μου.
Η έξαψη δεν μου αρέσει όταν πιάνει τους ανθρώπους και μου στερεί την
ελπίδα να τους καταλαβαίνω και να τους αγαπάω όπως αγαπώ να τους αγαπάω. [...]
Γελάσανε. Γάβγισα. Μου ζήτησαν να σωπάσω.
Έκανα ένα κύκλο. [...] κάθισαν γύρω
απ’ το τραπέζι, σερβιρίστηκαν το ψητό κρέας κι εγώ, στα πόδια τους, περίμενα το
μερίδιό μου που δεν ήρθε.
Θα ήθελα να τον κάνω να νιώσει την παρουσία μου όμως, τρέφοντας σίγουρα
λατρεία για εκείνη που μου έδωσε, με τον αντίχειρα, την προσταγή να την
περιμένω μπροστά στην πόρτα του μπακάλικου, δεν μπορούσα να σμίξω μαζί του.
Ορθώθηκα τότε και, στην επιθυμία μου να του γαβγίσω την προσοχή μου, έκανα τα
πουλιά να πετάξουν.
Είμαι ρωμαλέος σκύλος, δεν φοβάμαι τίποτα από τη στιγμή που ο αφέντης
μου θα μου δώσει την προσταγή να επιτεθώ. Θα αρκούσε μια κουβέντα [...] και θα ριχνόμουνα στο λαιμό του, θα έμπηγα
εκεί τα δόντια μου, θα ξέσκιζα ό,τι θα μπορούσα να ξεσκίσω [...] Ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψω, ποτέ δεν
πρόκειται να νιώσω την παραμικρή απειλή, όσο βρίσκομαι στο πλευρό του.
Equus
asinus Γάιδαρος
Ο ήλιος σηκώνεται και ο στάβλος λούζεται στο φως. Κάτι τέτοια
ακτινοβόλα πρωινά αναριγάω. Γκαρίζω από ευτυχία πολλές φορές.
Χρεμετίσματα, ξεφωνητά, φόβοι, φοβίες και οργές, όλα σκεπάζονται απ’
την οχλοβοή αυτού του χαλασμού κι εμείς, τα ζώα, ταγμένα στη συμφορά, νομίζουμε
ότι ακούμε σε τούτη τη μπόρα που πετροβολάει το κασόνι μας τον καλπασμό των
τρανών πολεμικών αλόγων, των άγριων αλόγων, των αλόγων που δεν υποτάχτηκαν
ποτέ, των αλόγων του θρύλου, του Πήγασου, των Μονόκερων, των Κένταυρων, του
Ποδάργυρου και του Ξάνθου, σε τυφλή κούρσα για να έρθουν να ξεπαστρέψουν
τούτους δω που μας σκοτώνουν και που κάνουν να υποφέρουμε τέτοια τιμωρία!
Ο δροσερός αέρας τρυπώνει στα ρουθούνια μας. Ξυπνάω. Τα ζώα κουνιόνται
μέσα στο παχνί τους. Το αφεντικό προχωράει, περιφέροντας χάρι στα εξωτερικά
φώτα την υπέρμετρη σκιά του πάνω στους τοίχους του στάβλου.
Felis
sylvestris catus Γάτος
Την κοιτούσα που χτυπιόταν. Χαλάρωσα για μια στιγμή τη λαβή μου για να
την κάνω να πιστέψει ότι ξέφευγε, πριν την εκτοξεύσω μ’ ένα τίναγμα του ποδιού
πάνω στον ξύλινο στύλο [...] Οι
άνθρωποι δεν φαινόταν να έχουν προσέξει το κατόρθωμά μου. [...] Έπιασα την ποντικίνα ανάμεσα στα σαγόνια μου
και την απίθωσα, προσφορά, στα πόδια της Άσλιν.
Felis sylvestris catus carthusianorum ράτσα «Σαρτρέ»
Τον υποχρέωσα να με χαϊδέψει, τον υποχρέωσα να μου κάνει μασάζ και να μου ξύσει όλη την πλάτη. Τι ωραία που ήταν η μυρωδιά του! Γουργούρισα κι αφέθηκα να σωριαστώ. Ναρκώθηκα.
Όπως μια μαύρη κουρτίνα σκίζεται σε χίλια κομμάτια και σκορπίζεται στο βραδινό άνεμο, απαγκιστρωθήκαμε από τις κοιλότητές μας για ν’ αρχίσουμε να πετάμε μέσα στον πάταγο από τα φτεροκοπήματά μας. [...] Το χάραμα, πετάξαμε προς τους βάλτους για να κυνηγήσουμε τη λεία μας. Πιάσαμε τα έντομα της αυγής, κουνούπια, πεταλούδες, λιμπελούλες ή νεροσκορπιούς, κουβαλήσαμε μερικά ανάμεσα στα δόντια μας για να του τα προσφέρουμε.
Marmota monax Μαρμότα
[...] στα τυφλά σε
πυκνόφυτες ρεματιές όπου κοιμούνται τα φίδια, τους βλέπω να χώνονται βαθιά στο
δάσος χωρίς να κοιτάζουν πίσω, ο ένας κυνηγώντας τον άλλο, ο ένας στα χνάρια
του άλλου [...] σπρώχνοντας ό,τι
μπορεί να σταθεί στο διάβα τους, κλαδιά, θάμνους και αγκαθωτά δέρματα.
Mephitis
mephitis Ασβός*
Οι άνθρωποι της ρεζέρβας δεν είναι διαφορετικοί από τους άλλους: με
σιχαίνονται. [...] Αδιαφορώντας για
οποιοδήποτε κίνδυνο, ακολουθώντας το ένστικτό μου, έτρεξα πίσω του,
χοροπηδώντας, συνειδητοποιώντας σε μια έκλαμψη πώς, αυτός όπως κι εγώ, είμαστε
ανεπιθύμητοι στους κόλπους της κοινότητας.
* Στην πραγματικότητα, η μεφίτις είναι είδος συγγενικό μα ξεχωριστό από τους γνήσιους
ασβούς του Παλιού ή του Νέου Κόσμου (γένος Meles και Taxidea αντίστοιχα),
όμως στη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα, μέσα από κόμιξ, κινούμενα σχέδια κλπ, η λέξη "ασβός"
παραπέμπει σήμερα κυρίως στο ασπρόμαυρο αμερικάνικο ζωάκι (γαλλ. mouffette, αγγλ. skunk).
Mus musculus Ποντικός
Αφήνω και πάλι ένα τσιριχτό όταν, βγαίνοντας απ’ τη σκιά, προχωρώντας
μέσα στην αχτίδα φωτός, με το τρίχωμα ανασηκωμένο, βλέπω να γλιστράει η
σιλουέτα του φονιά μου, του εχθρού μου, του χειρότερου κυνηγού μου, ο οποίος,
από πάντοτε, ξεκληρίζει τους όμοιούς μου.
Τρομαγμένα, σηκώσαμε το κεφάλι προσπαθώντας να καταλάβουμε πού
βρισκόμαστε και τι ήταν απαραίτητο να κάνουμε για να βρούμε λίγη καθησυχαστική
ασφάλεια. [...] Το ένστικτό μας μάς
ωθούσε να φύγουμε αλλά πώς να βγεις απ’ αυτό το κουτί, πώς να πηδήσεις, πώς να
συντριφτούμε έστω, ώστε να μας περάσουν για ψόφια και να ελπίσουμε ότι θ’
αποφύγουμε την τιμωρία;
[...] ξυπνούσε η οδύνη του να έχω ξεριζωθεί, πριν πολύ καιρό, από την αχόρταγη ελευθερία στις ζούγκλες μου και στους ουρανούς μου, τότε που, πηδώντας ανάμεσα σε κλαδιά, κυριεύοντας χώρους όλο και πιο ιλιγγιώδεις, έβλεπα την παρθενιά του κόσμου να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου στη συγκλονιστική παιδική του ηλικία.
Φοβάμαι υπερβολικά τους ανθρώπους για να τολμήσω να τους πλησιάσω. [...]
Ανασηκώθηκα, έτοιμη να αγωνιστώ
υποχωρώντας, όμως δεν σάλεψα, προτιμώντας να καταπιώ το φόβο μου και να μείνω
αόρατη παρά να φανερωθώ με τον κίνδυνο να με κυνηγήσουν.
Rattus norvegicus Αρουραίος
Καταφέραμε να ξεγελάσουμε όλες τις παγίδες που μας έστησαν, σκάψαμε
στοές από κάτω από κείνες που είχαμε σκάψει και όπου οι άνθρωποι έβαλαν τα
δολώματα και τα δηλητήριά τους, θυσιάσαμε μάλιστα και κάποιους δικούς μας,
ηλικιωμένους ποντικούς που βάδισαν εθελοντικά προς το θάνατο, για να τους
κάνουμε να πιστέψουν στην αποτελεσματικότητα της διαδικασίας [...] Είμαστε μεθοδικοί, προσπαθούμε όμως να
παίρνουμε ίσα-ίσα ό,τι μας χρειάζεται για τη διατροφή μας, χωρίς να ρημάζουμε
περισσότερο, για να μην ξυπνήσουμε τις υποψίες τους. Ποτέ λεηλασία.
Sciurus carolinensis Γκρι Σκίουρος (Σκίουρος της Καρολίνας)
Αγκιστρωμένος στη φλούδα του σφενταμιού κι ενώ πιπιλάω κάποια κομμάτια
της που τα έσπασα για να ρουφήξω το χυμό τους, τον παρατηρώ από ψηλά. [...]
φέρνει το χέρι στην τσέπη του παλτού του.
Κυρτώνομαι ελπίζοντας ότι θα προβάλει κάποια τροφή, φιστίκια ή σπόροι, όμως
τίποτα. Πρέπει να φάω. Πίνω το χυμό του σφενταμιού αλλά αυτό δεν μου φτάνει πια
και δεν υπάρχει ούτε ένα πουλάκι για να το ξεκοκαλίσω.
Η νταλίκα μας ξεκίνησε και πάλι. Οι ομόγενοί μου έβγαλαν τσιριχτές
κραυγές. Ξέρουν χωρίς να ξέρουν. Θα ταξιδεύουμε όλη τη νύχτα, θα δούμε τη μέρα
να ανατέλλει, θα είναι ο τελευταίος μας ήλιος.
Ursus americanus Μαύρη Αρκούδα
Στο γέρμα της μέρας και στο ηλιοβασίλεμα, στο έβγα του δάσους, στα
λασπερά φαράγγια στην άκρη της αργυρής συρμής του παγωμένου νερού όπου ψαρεύω
το ψάρι, βλέπω μια σκιά που κυνηγάει μια σκιά...
Vulpes vulpes Αλεπού
Έφυγα με την πείνα στην κοιλιά, μην έχοντας βρει κανένα πουλερικό για
να τη χορτάσω, καταδικασμένη να αρκεστώ σε κάτι κουφάρια από τυφλοπόντικες που
είχα προσέξει στο βαθούλωμα ενός σκαλισμένου αυλακιού.
(ολοκληρώθηκε)
No comments:
Post a Comment