Ήταν χτες, ήταν αύριο.
Τα δάχτυλά μου από πέτρα και
ξύλο
που δεν ξέρουν πια την
ηλικία μου...
Ήταν χτες, ήταν αύριο.
Μένει μόνο να σας ομολογήσω
ότι μου συμβαίνει να
ονειρεύομαι
σιωπή
ναι
σιωπή
για μερικούς αιώνες
επιτέλους
– εφτά, ή οχτώ, ή εννιά
κι ίσως ένα σκύλο να
πηγαινοέρχεται
τα πλευρά του και μόνο αυτά
στη σκιά της πέτρας μου
τη ζεστή του ανάσα
το σκοτεινό του μουσούδι
τη γλώσσα του να πίνει από
τα βροχόνερά μου
ένα σκύλο
που ποτέ δεν πούλησε ένα
φίλο
ένα σκύλο
που έχει γραμμένες
τις άστατες αλλαγές και τις
συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου
τις λάβες του Άρη και το
νουκλεϊκό οξύ
το Καλό και το Κακό στο
βάθος του φύλου των θηλυκών
τις ποσοστώσεις και τις
εταιρείες συμβούλων
τα δωμάτια για ραντεβού και
τις απονομές βραβείων
τις μίζες και τους χαμένους
κρίκους
τους οικισμούς υψηλής
ασφαλείας και τις ντισκοτέκ
τα τσεκ-πόιντ και τις
αυτοψίες
την ειρωνεία και τις
υποσχέσεις
τη σιωπή
ναι
τη σιωπή
«Το ταξίδι προς το Anima ξεκίνησε, περιέργως, από τη Χάβρη. Θέλουμε να πούμε ότι το βιβλίο του Ουαζντί Μουαουάντ το πρωτομάθαμε από τα λόγια ενός ποιητή, από λίγες λέξεις που είχε γράψει ο Ζοζέφ Αντράς στις ευχαριστίες ενός βιβλίου του, ξεκινώντας έτσι μια διαδικασία που κατέληξε στην ελληνική έκδοση του Anima. Ήταν χτες, ήταν αύριο – κι ήταν πριν τρία χρόνια που μεταφράζαμε εκείνο το ποίημα του Αντράς, κατά σύμπτωση στο ίδιο παλιό λιμάνι που βρισκόμαστε και τώρα. Ίσως δεν είναι άστοχο, λοιπόν, που ζητάμε να βάλουμε εδώ, στο μπλογκ του Anima, μια επετειακή υπενθύμιση της μετάφρασης του Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος.»
»Σ’ αυτό το ποίημα σε πρόζα, το λιμάνι της Χάβρης
παίρνει το λόγο, σε πρώτο πρόσωπο. Έχοντας στο νου έναν αγαπημένο του τόπο, ο Ζοζέφ
Αντράς σύνθεσε ένα μονόλογο ή ποίημα-ποταμό, γραμμένο θαρρείς για να
ξεστομιστεί, να προφερθεί, να απαγγελθεί ρυθμικά, να ραπαριστεί. To προσωποποιημένο λιμάνι αφηγείται τις περιπέτειές
του, από τη συμμετοχή τους στις εξερευνήσεις και την άγρια εκμετάλλευση του
Νέου Κόσμου έως την ισοπέδωσή του από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς και μέχρι
σήμερα, περνώντας από πολέμους, εργατικές αναταραχές, δουλεμπορικά ταξίδια και
αντιαποικιακούς αγώνες, και ταυτίζεται σιγά-σιγά με τους δικούς του, είτε πρόκειται για τους φουκαράδες που αγγαρεύτηκαν για να σκάψουν στην αυγή του 16ου αιώνα
είτε για τους λιμενεργάτες που επιμένουν να υπάρχουν (ξεροκέφαλοι κάτω από τις κάσκες) στην αυγή του 21ου, είτε τέλος για
έναν αδέσποτο σκύλο που πηγαινοέρχεται στους μώλους πίνοντας βροχόνερα. Καταλήγει
έτσι ν’ αποχτήσει μια δική του ζωή, ξεφεύγοντας εν μέρει από το δημιουργό του
για να γίνει ένα νέο μεθυσμένο καράβι που αψηφά το μεγάλο μπλε του κόσμου. Πάνω του και γύρω του, ναυτικοί κι ένα
παρδαλό πλήθος πάλλονται σ’ ένα δικό τους αλλόκοτο ρυθμό, όπου ακούγεται συχνά το
τρίξιμο από τις παλιές αλυσίδες και τους αυτόματους γερανούς.»
Φράνκυ & Τζούντυ
Μετάφραση: Τζούντυ Αλγκράντη & Φράνκυ Ολονέζος
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017
Δείτε περισσότερα: αναγνώσεις αποσπασμάτων της ελληνικής μετάφρασης και σχιζοφωνική απόδοση στα γαλλικά.
ο Ζυλ, ο νεαρός Ζυλ, ο
νεροπότης (έτσι τον φωνάζανε), ο Ζυλ αγαπούσε τη Ζυλιά, τα βιβλία, την
ελευθερία και τα περιστέρια, ήθελε λουτρά και μια καντίνα στις αποβάθρες για
τους συναδέρφους, μιλούσε για ωράρια και για αξιοπρέπεια, ναι, για αξιοπρέπεια,
ήταν καρβουνιάρης και έστησε μπλόκο μπροστά μου
– απεργία φώναζε με τους
δικούς του
παρ’ όλους τους χαφιέδες και
τους ρουφιάνους
απεργία!
και κατάλαβα πολύ γρήγορα
ότι οι πλούσιοι δεν τον χωνεύανε, αυτό το νεροπότη: τον κατηγόρησαν ότι είχε
σκοτώσει κάποιον άνθρωπο τον οποίον δεν τον είχε σκοτώσει για να σκοτώσουν το
κίνημα που ενσάρκωνε – ήθελαν να τον καταδικάσουν σε θάνατο, ήθελαν το κεφάλι
του σ’ ένα πανέρι, κομμένο από τη λάμα μιας μηχανής που ο εφευρέτης της την
είχε άλλοτε ακονίσει πάνω σε πρόβατα
την ονόμαζαν Δικαιοσύνη
ή μπουρζουαζία
το ίδιο κάνει, να είστε
σίγουροι
τον φυλακίσανε κι ο Ζυλ είπε
στη Ζυλιά Η αθωότητα
βρίσκεται μέσα μου
είπε Κάνε κουράγιο, είμαι δυνατός
όμως ο νεροπότης
–κουκουλωμένος, αλυσοδεμένος, τυλιγμένος με ζουρλομανδύα– έχασε τα μυαλά του,
το κεφάλι του που δεν του το πήρε τελικά η μηχανή
ακούστηκαν φωνές
διαμαρτυρίας
μίλησε ο Ζορές
όμως ο Ζυλ πέθανε τρελός για
δέσιμο, χωμένος σε κάποιο άσυλο, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, με καταπραϋντικά και
με τα μυαλά διαλυμένα
– ο καρβουνιάρης δεν είχε
την τύχη νάναι καπετάνιος και γιος βιομήχανου...[1]
Φωτογραφίες: © Rezvan S. & Joseph Andras
[1] Ο Ζυλ Ντυράν (Jules Durand), λιμενεργάτης της Χάβρης και συνδικαλιστής του ελευθεριακού χώρου, είχε
το παρατσούκλι buveur d’eau λόγω του μαχητικού αντιαλκοολισμού του. Έχοντας πρωτοστατήσει στη μεγάλη
απεργία του 1910 κατηγορήθηκε εντελώς άδικα για το θάνατο ενός απεργοσπάστη σε
καβγά και, προς γενική κατάπληξη, καταδικάστηκε σε θάνατο. Η περίπτωσή του
χαραχτηρίστηκε «Υπόθεση Ντρέιφους της εργατικής τάξης» και την υπεράσπισή του
ανέλαβαν οι Ζαν Ζορές, Ανατόλ Φρανς κ.ά. Μπροστά στις αντιδράσεις (που είχαν
διεθνοποιηθεί) η ποινή του καταρχήν μετατράπηκε, αργότερα απελευθερώθηκε, τέλος
υπήρξε αναψηλάφηση της δίκης και αθώωση το 1918. Εντούτοις, η πνευματική υγεία
του Ζυλ (που δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει την πρωτοφανή μεροληψία σε βάρος του)
είχε διαταραχτεί ανεπανόρθωτα στη φυλακή και πέθανε σε άσυλο το 1926.
Οι φράσεις «Η αθωότητα
βρίσκεται μέσα μου» και «Κάνε κουράγιο, είμαι δυνατός» είναι αποσπάσματα από
επιστολές του Ζυλ, σταλμένες από το κελί των μελλοθανάτων, με ημερομηνία 28 και
27 Νοεμβρίου 1910, αντίστοιχα, λίγες μόλις μέρες μετά την καταδίκη του. Έχει
ενδιαφέρον η βιβλική προέλευση της πρώτης φράσης, που παραθέτει κατά λέξη τη
γαλλική εκδοχή του στίχου 9 του Ψαλμού ζ΄.
No comments:
Post a Comment