Γλώσσες



Ο Ουαζντί Μουαουάντ μιλάει τρεις γλώσσες, γαλλικά, αγγλικά και αραβικά, «αλλά πρέπει μάλλον να προσθέσω και μια τέταρτη: τα κεμπεκουά» και εξηγεί ότι ακριβώς στη γαλλοκαναδική διάλεκτο προτιμούσε να γράφει τα θεατρικά του έργα, τα προηγούμενα τουλάχιστον, γιατί «ταιριάζει καλύτερα στο κλίμα τους». Σ’ αυτές τις τρεις (ή αν θέτε τέσσερις) γλώσσες είναι γραμμένο το Anima. Τα αγγλικά και τα αραβικά αποσπάσματα έχουν να κάνουν με την έγνοια του συγγραφέα να χρησιμοποιηθεί η πραγματική γλώσσα που αντιστοιχεί στην κάθε μυθιστορηματική κατάσταση. Δεν πρόκειται για ευκολία, στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου εύκολο: ο συγγραφέας χρειάστηκε να δουλέψει επανειλημμένα τα κομμάτια αυτά, σε συνεργασία με τους μεταφραστές του μάλιστα. Για τα αγγλικά π.χ., που είναι και τα περισσότερα, έχει φροντίσει να γίνονται κατανοητά ακόμα και χωρίς βαθιά γνώση της γλώσσας ή/και να φωτίζονται από άλλες αφηγήσεις, λίγο προγενέστερες ή λίγο μεταγενέστερες, στην κύρια γλώσσα του βιβλίου, τα γαλλικά, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν το ρεαλιστικό τους χαραχτήρα (είναι δηλ. αυτό που θα μπορούσε όντως να ακουστεί στην κάθε περίσταση). Δεν πρόκειται λοιπόν για αγγλογαλλικό «καναδισμό», όπως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, στην πρώτη ματιά. Για τα αραβικά τώρα, που είναι πιο δύσκολη περίπτωση, ο Μουαουάντ καταφεύγει τις περισσότερες φορές στο τέχνασμα μιας «ταυτόχρονης μετάφρασης». Ο διάλογος μεταξύ τριών Λιβανέζων χρειάζεται διερμηνεία, αφού δεν μιλάνε το ίδιο καλά και οι τρεις καμία γλώσσα, κάποια στιγμή λοιπόν ο ένας τους σχολιάζει: «Cheft chouemlit fina l-hharb? Tlétettna lebnéniyyé w-ma fina nehhké sawa» και ο άλλος μεταφράζει (στα γαλλικά): «Να τι μας έκανε ο πόλεμος. Είμαστε και οι τρεις Λιβανέζοι και δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας». Αλλού, ο ομιλητής εξηγεί λίγο-πολύ ο ίδιος τα αραβικά που υποτίθεται του ξεφεύγουν στο κατεβατό του, αφού ο συνομιλητής του τον έχει ενημερώσει ότι δεν μιλάει καλά αραβικά («Behhké chwayarabé bass mkassar»). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η μετάφραση δεν είναι πάντα κατά λέξη: συχνά περνάει από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο ή λέει το ίδιο πράγμα με άλλα λόγια ή άλλο τρόπο – όπως θα συνέβαινε σε μια πραγματική καθημερινή κουβέντα, όταν κάποιος μεσολαβεί διερμηνεύοντας.
Ας σημειώσουμε αν-πασάν ότι αυτή η φροντίδα του Μουαουάντ για γλωσσικό σεβασμό στη μυθοπλαστική πραγματικότητα προχώρησε ακόμα περισσότερο στο τελευταίο του έργο (Tous des oiseaux) όπου, στο ιδιαίτερο πλαίσιο της θεατρικής σκηνής, τα γαλλικά έχουν εξοβελιστεί εντελώς από τους διαλόγους, που είναι σε τέσσερις άλλες γλώσσες: εβραϊκά, αραβικά, γερμανικά και αγγλικά (με τα τελευταία να χρησιμοποιούνται σαν lingua franca μεταξύ αλλόγλωσσων). Εδώ, η ομάδα των συνεργατών-μεταφραστών είχε πολύ περισσότερη δουλειά, καθώς χρειάστηκε να «δοκιμαστούν» στην καθεμιά από αυτές τις γλώσσες μεγάλα κομμάτια του έργου ενώ η μέριμνα του συγγραφέα-σκηνοθέτη επεκτάθηκε και στην επιλογή των κατάλληλων ηθοποιών που έπρεπε, όχι μόνο να είναι φυσικοί ομιλητές των αντίστοιχων γλωσσών αλλά και με ταιριαστό (γλωσσικό κυρίως) υπόβαθρο ή βιογραφικό.
Επιστρέφοντας στο μυθιστόρημα, όλ’ αυτά, τα αγγλικά και τα αραβικά, ίσως να ξενίζουν κάπως τον αναγνώστη, ιδίως τον καλομαθημένο σε σημειώσεις έλληνα αναγνώστη, αλλά από τη στιγμή που θα αφεθεί στο παιγνίδι, σα να παρακολουθούσε π.χ. μια ταινία, όπου οι υπότιτλοι δεν εξηγούν βέβαια τα πάντα, νομίζω ότι δεν αντιμετωπίζει προβλήματα. Όσο για το μεταφραστή, αυτός έχει την καλύτερή του αφού απλώς αντιγράφει (...μόνο που πρέπει να παρακολουθεί όσα λέγονται στα εξωτικά αποσπάσματα, καταφεύγοντας κι αυτός στους δικούς του διερμηνείς ως προς την αραβική «γλώσσα του δρόμου, έτσι όπως μιλιέται στον Λίβανο», για να μη γίνει καμιά στραβή). 
Λιγότερο εύκολο είναι το μεταφραστικό έργο απέναντι στα κεμπεκουά: εδώ, ας το πούμε εξαρχής, ο μεταφραστής δηλώνει νικημένος αφού δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί κάποια ελληνόφωνη αντιστοιχία προς τη γαλλοκαναδική διάλεκτο και αναγκάστηκε λίγο-πολύ να την ισοπεδώσει με τα υπόλοιπα γαλλικά, αφήνοντας μόνο πού-και-πού κανένα αγγλογαλλισμό, ή κάποιο ιδιωματισμό που ακούγεται ίσως σαν προσωπική ιδιοτροπία στο στόμα κάποιου λαϊκού ομιλητή (π.χ. «Άκου!» για το «Coudonc!»). Η ίδια ισοπέδωση παρατηρείται και στις μεταφράσεις του βιβλίου σε άλλες γλώσσες, απ’ όσο γνωρίζω. Μένει βέβαια η προσπάθεια να εντοπιστούν και να αποδοθούν σωστά οι ποικίλοι κεμπεκισμοί του κειμένου, μερικές φορές αδιόρατοι (π.χ. puis στη θέση του «και»), και η ανησυχία ότι πάντα κάτι μπορεί να έχει ξεφύγει... Ας δώσουμε ένα χαριτωμένο παράδειγμα, λαθάκι εντοπισμένο σε ξένη καμπούρα: ο ηλικιωμένος κόρονερ θυμάται ότι, όταν ήταν παιδί, κυνηγούσε με τους θείους του άγρια ζώα, «orignaux, ours et chevreuils», όπου η καταρχήν μετάφραση θα ήταν «άλκες, αρκούδες και ζαρκάδια». Αρκεί όμως να θυμηθούμε ότι τα ζαρκάδια είναι ζώα του Παλιού Κόσμου, δεν υπάρχουν δηλ. στην Αμερική, για να πονηρευτούμε ότι εδώ κάτι τρέχει... Πράγματι, ψάχνοντάς το, βλέπουμε ότι, στα κεμπεκουά, chevreuil σημαίνει cerf de Virginie, «ελάφι της Βιργινίας», αλλιώς «λευκόουρο ελάφι», white-tailed deer (Odocoileus virginianus), δηλ. το κοινότερο, αν δεν κάνω λάθος, αμερικάνικο ελάφι! Επομένως η σωστή μετάφραση είναι «άλκες, αρκούδες και ελάφια». Εδώ, ο ισπανός μεταφραστής αστόχησε, καθώς λέει: alces, osos y corzos, ενώ θα έπρεπε να έλεγε ciervos κι αν ήθελε να είναι σχολαστικός ciervos de cola blanca ή ciervos de Virginia.
Κλείνουμε το θέμα με τα κεμπεκουά θυμίζοντας τη γνωστή έφεσή τους προς τις εκκλησιαστικού περιεχομένου βρισιές και βωμολοχίες, πλούσιες και ηχηρές, συνηθισμένο ίσως φαινόμενο σε –άλλοτε βαθιά θρησκευόμενους πληθυσμούς, που το αναφέρουμε μόνο και μόνο γιατί αυτή η γαλλοκαναδέζικη συνήθεια, μεταφρασμένη εύλογα με κάτι «καντήλια» ή κάπως έτσι σε θεατρικό έργο, προκάλεσε πρόσφατα ένα αστείο επεισόδιο (αν δηλ. είναι ποτέ αστείος ο φασισμός). Tabarnak!
Αν το καλοψάξουμε μπορούμε να βρούμε κι άλλες γλώσσες στο Anima, και δεν αναφέρομαι σε ζωικές γλώσσες. Υπάρχουν επίσης τα λατινικά, σαν επίσημη γλώσσα της συστηματικής ζωολογίας, δηλ. οι επιστημονικές ονομασίες των ζώων που γίνονται τίτλοι κεφαλαίων στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου. Στο τρίτο μέρος, τα υποκαθιστούν στους τίτλους των κεφαλαίων και πάλι τα αγγλικά, εδώ με τη μορφή αμερικάνικων πινακίδων του δρόμου (βρισκόμαστε πια στις ΗΠΑ), μια άλλη επίσημη γλώσσα λοιπόν, οδική στην περίπτωση αυτή. Υπάρχουν ακόμα οι ινδιάνικες γλώσσες... Κυριολεχτικά μιλώντας, έχουμε μόνο καναδυό ινδιάνικες λέξεις, ψίχουλα, όμως οι ινδιάνικες γλώσσες δεσπόζουν κι αυτές σε διάφορα σημεία του βιβλίου με την τονισμένη έλλειψή τους. Το ενδιαφέρον του Ουαζντί για τη χαμένη γλώσσα πηγάζει πιθανότατα από την προσωπική του εμπειρία σαν μετανάστης σε γλωσσικά κρίσιμη ηλικία, αλλά εδώ έχουμε μια σειρά από ιστορικά χαμένες γλώσσες, σαν αποτέλεσμα της κατάχτησης και των προσπαθειών εξόντωσης ή αφομοίωσης. Ένας ινδιάνος κακοποιός, με «προφορά μπάσταρδου» όπως λέει, εξηγεί γιατί δε μιλάει καλά καμία γλώσσα: «Παπάδες απ’ το Μόντρεαλ μού μάθανε γαλλικά και νέγροι απ’ το Σικάγο μού μάθανε αγγλικά», προσθέτοντας ότι ινδιάνικες λέξεις υπήρχαν «στο κεφάλι του» μόνο μέσα «στην πουτανοκοιλιά» μιας αλκοολικής μάνας. Και όμως, μιλώντας για το ίδιο άτομο, ένας γέρος ινδιάνος παρατηρεί ότι «μιλάει όλες τις γλώσσες γιατί δεν ακούει τις λέξεις. Ακούει τον ήχο της φωνής» σάμπως ένα χάρισμα που γεννιέται μέσα από την απώλεια ή, σε συμφωνία με τη διφορούμενη φύση του προσώπου αυτού, μια λύτρωση που θα ξεπηδήσει από την πιο ζοφερή και αποκρουστική πραγματικότητα. Σε λιγότερο ποιητικό (ή «μεταφυσικό») ύφος και με σαφείς κοινωνικούς και πολιτικούς όρους, η ιστορία της Σέλι, που εκπροσωπεί την ιστορία μιας ολόκληρης ινδιάνικης γενιάς, υπογραμμίζει ξεκάθαρα τη μέθοδο του γλωσσικού ακρωτηριασμού (μέσα από ένα ιδιότυπο κρατικό παιδομάζεμα) αλλά και τη βασανιστική προσπάθεια για την επανάκτηση της χαμένης γλώσσας και της χαμένης κουλτούρας. Εδώ, η ελπίδα υπάρχει μόνο στον αγώνα: «ο πόλεμος είναι το μόνο μου έδαφος». 



No comments:

Post a Comment

Ένας λιμανίσιος σκύλος

Ήταν χτες, ήταν αύριο.  Τα δάχτυλά μου από πέτρα και ξύλο που δεν ξέρουν πια την ηλικία μου... Ήταν χτες, ήταν αύριο....