Ζωολόγιο (πουλιά)



Ardea cinerea   Γκρίζος ερωδιός


Περιμένω να εγκαταλείψουν τη γη μουσκεμένη κορεσμένη από τόσα πτώματα για να πάω να μαζέψω σαλιγκάρια και σκουλήκια, πριν ξαναγυρίσω στον ερωδιώνα κρυμμένο στα βάθος των βάλτων. [...] Κροταλίζω με το ράμφος και αφήνω τη βραχνή μου κραυγή, Κεεχίικ!! [...] Διπλώνω το λαιμό μου προς τα πίσω και χτυπάω βαριά τις φτερούγες μου. Υψώνομαι και τραβάω πέρα μακριά.


Columba livia    Περιστέρι

 
Ανοίγοντας τις φτερούγες μας, ρίξαμε τα σώματά μας στο κενό. [...] Πετάξαμε ίσια δυτικά πάνω από το μεγάλο σταυροδρόμι [...] Προσγειωθήκαμε στο χιονισμένο γρανίτη του σιντριβανιού, στην άκρη του διαζώματος που χωρίζει τη μεγάλη λεωφόρο σε δυο ίσα τμήματα 


 Corvus brachyrhynchos    Αμερικάνικη μαυροκουρούνα


Κράζω, προχωράω πρώτα με μικρά πηδηματάκια, μετά με ασυγκράτητη φόρα χωρίς να το θέλω, συρτά στο έδαφος, ως το ρακούν, στη λεκάνη του, στη ράχη του, στο θώρακα του, σ’ όλα αυτά διαδοχικά για να κυριαρχήσω το ζώο, για να το καπαρώσω μπροστά στα μάτια όλων: τούτο δω το κρέας είναι δικό μου.


Corvus corax    Κόρακας


Τον παραμόνευα από το κλαδί του δέντρου όπου είχα κουρνιάσει με το πρώτο φως της αυγής, μέσα σ’ ένα σμάρι από μαυροκουρούνες – είδος με το οποίο εύκολα με μπερδεύουν. [...] Είμαστε πάντα πολλά που τριγυρνάμε ολόγυρα τις μέρες που πλανιέται στον αέρα η στυφή μυρωδιά ενός λείψανου. [...] Πέταξα στην αρχή χαμηλά κι άφησα μια πρώτη κραυγή, ένα κρώξιμο φαρδύ και βαθύ, ένα βραχνό κροάκ που έκανε όλα τα πουλιά να σωπάσουν.


Grus canadensis    Καναδέζικος γερανός



Έχοντας ξεκινήσει το χάραμα, πετούσαμε πολύ ψηλά στον ουρανό, καθοδηγημένοι από τον πιο ηλικιωμένο του σμήνους μας. [...] Μαντεύοντας τον κίνδυνο, αυτός, ο πιο προικισμένος και ο πιο ηλικιωμένος, που έχει γνωρίσει όλες τις μεταναστεύσεις, που έχει φωλιάσει στο βορρά όπως και στο νότο, άρχισε να κουνάει το κεφάλι και να χτυπάει μανιασμένα το ράμφος.


Larus argentatus   Ασημόγλαρος

 
Διέγραψα ένα μεγάλο κύκλο χωρίς να χτυπήσω ούτε μια φορά τις φτερούγες, έβγαλα μια κραυγή συναγερμού, Αγιάκ! Αγιάκ! Αγιάκ! και πήρα μια ελαφριά κλίση για να αφήσω τον άνεμο να με παρασύρει μέχρι πάνω από το ποτάμι, το λαμπύρισμα του οποίου δεν μπορούσε να σβήσει τη στάμπα του προσώπου του, αποτυπωμένη στους αμφιβληστροειδείς μου όπως αποτυπώνεται ο ροδοκόκκινος κύκλος όταν έχεις κοιτάξει για πολύ τον ήλιο.


Larus delawarensis     Γλάρος του ΝτέλαγουερΔαχτυλιδομύτης»)


Ήμασταν πεινασμένοι κι ο ουρανός, όπως κι οι κραυγές μας, δεν έφτανε πια για να μας χορτάσει. Είχαμε ανάγκη από σάρκα και τους ανθρώπους είναι αδύνατο να τους φας. Στριφογυρίζαμε, έτοιμοι ν’ αρχίσουμε να αλληλοσπαραζόμαστε, όταν τον εντοπίσαμε. [...] Βλέπουμε πότε-πότε ανθρώπους να βουτούν στο κενό, να κομματιάζονται πάνω στην επιφάνεια του νερού και να διαλύονται στο στόμα του ποταμού. Ήταν από αυτούς.


Larus ridibundus     Καστανοκέφαλος γλάρος


[...] τόσο μικρός όπως τον έβλεπες απ’ τον ουρανό, τόσο αργός όπως τον έβλεπες από ψηλά, με επιτακτική την ανάγκη να κάνει την καρδιά του να χτυπάει προς τα εμπρός, πάντα πιο γρήγορα, πάντα πιο μακριά. 


Pandion haliaetus carolinensis    Αμερικάνικος ψαραετός


 Τα χρεμετίσματά τους, φερμένα από τις σπείρες του αέρα, ανέβηκαν ως τους αιθέρες όπου, λουσμένος στο χρυσό φως της άνοιξης, έκανα βόλτες από το γέρμα της μέρας, σ’ έναν καθαρό ουρανό, πολύ πιο πάνω απ’ το πέταγμα των κορακιών, καραδοκώντας το παραμικρό απρόσεχτο ζώο ή το πρώτο μεγάλο ψάρι που θα κολυμπούσε υπερβολικά κοντά στην επιφάνεια του ποταμού.


Passer domesticus    Σπουργίτι


Από τις πρώτες λάμψεις της ημέρας, ριχνόμαστε σε σμάρια πάνω στα δέντρα του άλσους, βγάζοντας τσιριχτές κραυγές, για να θυμίσουμε ότι ολόκληρη αυτή η περιοχή μάς ανήκει. Είμαστε μικρά, όμως η σβελτάδα στις κινήσεις μας κι η ικανότητά μας για ομαδικό συντονισμό μάς επιτρέπουν να αμυνόμαστε ενάντια στους θηρευτές μας, που συνήθως δρουν μοναχικά.


Regulus satrapa    Βασιλίσκος


Έβγαλα ένα σφύριγμα, όμως κανείς δεν απάντησε στο κάλεσμά μου.


Serinus canaria     Καναρίνι


Περνάω από τη μια τραμπάλα στην άλλη τραμπάλα, μετά από την τραμπάλα στην πέτρα κι από την πέτρα στην τραμπάλα. Τραγουδάω. [...]  Αφήνω την τραμπάλα, πιάνομαι με τα πόδια στο σύρμα του κλουβιού, χρησιμοποιώντας το ράμφος μου κόντρα στο μέταλλο περιστρέφομαι, με το κεφάλι προς τα κάτω, τραγουδάω. Αυτή σηκώνεται, ανοίγει το παράθυρο του σπιτιού μου, τείνει το δάχτυλό της. Τραγουδάω.


Strix varia      Ριγωτή κουκουβάγια  


Ο ήλιος τρύπωνε ανάμεσα στα φυλλώματα. Σύντομα θα άρχιζε να καίει τα μάτια μου, υπερβολικά ευαίσθητα για να τον κοιτάξουν κατάματα. Έφυγα χτυπώντας γρήγορα τις φτερούγες μου, έτσι αδύναμος που ήταν ο άνεμος στη γλυκιά ατμόσφαιρα της άνοιξης. Έκρωξα.


(ολοκληρώθηκε)

No comments:

Post a Comment

Ένας λιμανίσιος σκύλος

Ήταν χτες, ήταν αύριο.  Τα δάχτυλά μου από πέτρα και ξύλο που δεν ξέρουν πια την ηλικία μου... Ήταν χτες, ήταν αύριο....