Sunday, April 21, 2019

Η επιστροφή των Ιροκέζων


(Η σκιά της Όκα στο Anima)


Το καλοκαίρι του 1990, η καναδέζικη κοινή γνώμη υποχρεώθηκε να θυμηθεί κάτι που, μέσα στην ευφορία εκείνης της εποχής, έμοιαζε ξεπερασμένο ή απαρχαιωμένο. Η αφορμή, αρκετά πεζή, ήταν η «εκμετάλλευση της αναξιοποίητης γης», ή αλλιώς η επέκταση ενός γηπέδου γκολφ, με πολυτελείς εγκαταστάσεις, μέσα σε περιοχή «αμφισβητούμενη», κατά την επίσημη ορολογία. Για τους Ινδιάνους Μοχόκ, που τη θεωρούσαν κοινοτική γη, ήταν ένας ιερός πευκώνας, ένα πατρογονικό νεκροταφείο κι ένα παραδοσιακό γήπεδο λακρός. Ένα συνηθισμένο επεισόδιο καταπάτησης γης, όπως τόσα και τόσα στη βορειοαμερικάνικη ιστορία, που έπαιρνε τώρα κάπως γραφική μορφή: πνεύματα του δάσους και ψίθυροι των προγόνων (ντεμοντέ ινδιάνικη μυθολογία) απέναντι στη μοντέρνα καπιταλιστική μυθολογία (επενδύσεις, αξιοποίηση, δημιουργία θέσεων εργασίας). Οι εργολάβοι δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα και έλπιζαν ότι οι αντιδράσεις θα ήταν διαχειρίσιμες.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ


Ωστόσο, μια σειρά από συγκυρίες (η ξεροκεφαλιά ενός κερδοσκόπου δήμαρχου, η υπεροψία της πολιτειακής αστυνομίας Ασφάλεια του Κεμπέκ ή SQ, το πείσμα μιας κοινότητας σπαραγμένης που ωστόσο ενώθηκε απρόσμενα πίσω από τα πιο μαχητικά στοιχεία της, τον «Σύνδεσμο των Πολεμιστών», κ.ά.) κλιμάκωσε με αναπάντεχο τρόπο την αντιπαράθεση, που κορυφώθηκε με τα γεγονότα στις 11 του Ιούλη: αποτυχημένη έφοδος της Ασφάλειας, ανταλλαγή πυροβολισμών, ένας αστυνομικός νεκρός. Ακολούθησε μια πολιορκία 78 ημερών, με αψιμαχίες, με αλλεπάλληλες και τεταμένες διαπραγματεύσεις – όλ’ αυτά με συνεχή και «δραματική» κάλυψη από τα ΜΜΕ. Η τοπική κυβέρνηση ζήτησε στη συνέχεια την επέμβαση του ομοσπονδιακού στρατού, που κινητοποίησε μια δύναμη 4.500 αντρών, με βαρύ οπλισμό, συν ειδικές ομάδες, εκατοντάδες τεθωρακισμένα οχήματα κλπ (η μεγαλύτερη «στρατιωτική επέμβαση στο εσωτερικό» στην ιστορία του Καναδά). Οι Μοχόκ υποχρεώθηκαν τελικά, κάτω από αυξανόμενη πίεση, να εγκαταλείψουν τα οδοφράγματά τους και την κεντρική τους κατάληψη στα «Πεύκα», με τον τελευταίο πυρήνα των Πολεμιστών να καίει τελετουργικά τα όπλα του. Για μια συνοπτική παρουσίαση των γεγονότων, βλ. εδώ.[1] Τα σχέδια αξιοποίησης ματαιώθηκαν οριστικά, όμως το εδαφικό καθεστώς της περιοχής παραμένει σε εκκρεμότητα.


Τη στιγμή που ο κύκλος των μεγάλων ινδιάνικων αγώνων στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 έμοιαζε να έχει κλείσει, η εξέγερση της Όκα ήρθε να δημιουργήσει την εντύπωση, στον Καναδά και στις ΗΠΑ, ότι ανοίγει νέος κύκλος ιθαγενικών διεκδικήσεων και σημάδεψε ένα πλήθος τοπικές κινητοποιήσεις. Στη «λευκή κοινωνία», επίσης, η Όκα άφησε ένα έντονο αν και διφορούμενο αποτύπωμα. Στο δεξιό άκρο του φάσματος ενίσχυσε εχθρικές αντιδράσεις απέναντι στους «αχάριστους και αδιόρθωτους Ινδιάνους», ενώ σε άλλα κομμάτια ξύπνησε ζωηρά αισθήματα αλληλεγγύης και συμπαράστασης, τέλος γέννησε σ’ ένα γενικότερο κοινό μια επιθυμία για καλύτερη γνωριμία των ινδιάνικων πολιτισμών, για κατανόηση ή (όπως το βλέπουν ορισμένοι) για «συμφιλίωση».[2]
Σε μια ευρύτερη ιστορική οπτική, την Όκα ακολούθησε η Πρωτοχρονιά του 1994 στην Τσιάπας, γεγονός με μεγαλύτερο, σαφώς πιο οικουμενικό απόηχο, που έδωσε τον τόνο στο ιθαγενικό κίνημα του 21ου αιώνα. Αλλά μπορούμε να σημειώσουμε κι έναν άλλο κύκλο, στη «μακρά διάρκεια» – αυτόν που δηλώνει ο τίτλος τούτου στου σημειώματος. Οι Μοχόκ ήταν ένα από τα «έθνη» της περίφημης Συνομοσπονδίας των Ιροκέζων, με σημαντικό ρόλο στην αποικιακή ιστορία της Αμερικής αλλά που έμελλε να γίνει ακόμα πιο διάσημη στο χώρο της θεωρίας, κυρίως μέσα από τις μελέτες που της αφιέρωσε ο Λιούις Χένρι Μόργκαν (ένας από τους πατέρες της ανθρωπολογίας) και τη μεγάλη επίδρασή τους. Και όχι μόνο στον Ένγκελς. Στοχαστές και κοινωνικοί επιστήμονες άρχισαν να μιλούν, με αφορμή τους Ιροκέζους, για «πρωτόγονη δημοκρατία» (αυτή ήταν η έκφραση της εποχής), ανακαλύπτοντας ότι το δημοκρατικό πνεύμα και η δημοκρατική διακυβέρνηση ήταν κάτι πολύ αρχαιότερο, βαθύτερο και ευρύτερο από μια φιλοσοφική επινόηση κάποιων δουλοκτητών που είχαν βαρεθεί να σκοτώνονται μεταξύ τους. Τα αποτελέσματα, για τη δυτική σκέψη, παραμένουν ενεργά και ξεπερνούν τον περιχαρακωμένο εξελικτισμό της «καταγωγής της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους».


Επιστρέφοντας στο βιβλίο, στην ιστορία που ξετυλίγεται στο Anima, οι τρεις ρεζέρβες των Μοχόκ που κυρίως εμπλέχτηκαν στα γεγονότα της Όκα αναφέρονται ή περιλαμβάνονται στη διαδρομή του Γουάχς:
Το Καναουάκε (τόπος σημαντικών επεισοδίων του βιβλίου) βρίσκεται 15 χλμ δυτικά του Μόντρεαλ, στη νότια όχθη του ποταμού του Αγίου Λαυρέντιου, με πληθυσμό περίπου 7.000 κατοίκους.
Το Κανεσατάκε (αναφέρεται μόνο παρεπιπτόντως), 53 χλμ δυτικά του Μόντρεαλ, αποτελείται από διάσπαρτα εδάφη, δίπλα στην πόλη της Όκα. Ο πληθυσμός είναι περίπου 1.400 κάτοικοι.
Το Ακουεσάσνε (ο προορισμός του ταξιδιού των Τσακ και Γουάχς), 75 χλμ δυτικά του Μόντρεαλ, κοντά στο Κόρνουαλ (Οντάριο), εκτείνεται παράλληλα με τις όχθες του ποταμού του Αγίου Λαυρέντιου. Είναι χωρισμένο σε τρία κομμάτια που ανήκουν, αντίστοιχα, στις καναδέζικες πολιτείες του Οντάριο και του Κεμπέκ και στην αμερικάνικη Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Πληθυσμός 12.000 κάτοικοι.
Υπάρχουν στο βιβλίο δύο μόνο ρητές αναφορές στην εξέγερση («τα γεγονότα το καλοκαίρι του 1990», «η κρίση της Όκα»), χωρίς επεξηγήσεις, όμως τα γεγονότα αποτελούν ένα άδηλο φόντο, που μάλλον θεωρείται γνωστό (είναι σίγουρα για τον καναδό αναγνώστη, σαφώς λιγότερο για τους γαλλόφωνους εκτός Καναδά, υποθέτω πολύ λιγότερο για τους Έλληνες). Πρέπει να σκεφτούμε αυτό το φόντο όταν ο περιπλανώμενος οικοτοξικολόγος που μαζεύει τον Γουάχς στο δρόμο παρατηρεί ότι οι Μοχόκ δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τους Κεμπεκουά. Εσύ, λέει στον επιβάτη του, «έχεις προφορά που δεν είναι αποδώ. Θα σε πάρουν για Γάλλο της Γαλλίας. Θα είναι ευγενικοί μαζί σου. Είναι φιλόξενοι με τους ξένους», με τους ξένους-ξένους, εννοείται – κι αυτό επιβεβαιώνεται από την απροθυμία των Μοχόκ να μιλήσουν στα γαλλικά, ακόμα κι αν γνωρίζουν καλά τη γλώσσα (και, όταν το κάνουν, το παρουσιάζουν σαν φιλοφρόνηση προς τον επισκέπτη τους). Κυρίως όμως πρέπει να σκεφτούμε το φόντο της Όκα όταν ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, επανειλημμένα, η κρίση και ο διχασμός στους κόλπους της ινδιάνικης κοινότητας – κρίση και διχασμός που δεν ξεκίνησαν το 1990 αλλά οξύνθηκαν σαν μια παράπλευρη ας πούμε συνέπεια της εξέγερσης.
Ο Κόουτς πάντως, αποκαρδιωμένος και σε στιγμή μεγάλης στενοχώριας, περιορίζεται να δώσει μια συνοπτική εξήγηση των πραγμάτων στον πελαγωμένο Γουάχς:

– Άκουσε, τώρα. Μια αμερινδιάνικη ρεζέρβα είναι σαν πληγωμένο ζώο. Επιβιώνει και είναι συνέχεια σε πόλεμο. Έχει το φόβο του θανάτου, αλλά δεν πεθαίνει. Είναι ευάλωτη και είναι επικίνδυνη. Δεν έχω όρεξη να σου πω όλο το ιστορικό και νιώθω την καρδιά μου αποκαμωμένη. Εκείνο που μπορώ να σου πω είναι ότι κάθε ρεζέρβα έχει το δικό της συμβούλιο της κοινότητας. Είναι η επίσημη φωνή των Μοχόκ απέναντι στις πολιτικές αρχές. Υπάρχει όμως επίσης, σε κάθε ρεζέρβα, ένας ένοπλος βραχίονας που ασχολείται με λιγότερο επίσημα πράγματα και για τον οποίο τα καναδέζικα και τα αμερικάνικα σύνορα δεν έχουν και πολύ νόημα. Για μας, υπάρχουν λίμνες, ποτάμια, κυνηγότοποι, ψαρότοποι, ιερά βουνά και φυλές. Οι μοχόκ ρεζέρβες έχουν ανάμεσά τους σύμφωνα πίστης και αλληλοβοήθειας, ανεξάρτητα από τα σύνορα που χάραξαν οι Λευκοί. Τα όπλα, το χρήμα, τα τσιγάρα, το αλκοόλ περνάνε από τη μια μεριά στην άλλη. Είναι ένα λαθρεμπόριο που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε και να αγωνιζόμαστε, όμως αυτό το λαθρεμπόριο έγινε επίσης αιτία πολέμου μεταξύ μας. Υπάρχει μια μαφία που φαρμακώνει τις ζωές μας και αποδεκατίζει μεγάλο μέρος των δυνάμεών μας. Πρέπει να πολεμάμε ταυτόχρονα ενάντια σ’ έναν εξωτερικό εχθρό κι ενάντια σ’ έναν εσωτερικό εχθρό. Εγώ, είμαι ο αρχηγός των warriors, των πολεμιστών της ρεζέρβας του Καναουάκε και φροντίζω για το καλό της κοινότητάς μου – και τίποτα δεν μου είναι πιο ακριβό από τη φυλή μου, το λαό μου και τη γη μου. Καταλαβαίνεις;
(«Pan troglodytes», στο Anima του Ουαζντί Μουαουάντ)
 




[1] Την επόμενη μόλις χρονιά, κυκλοφόρησε ένα ενημερωτικό βιβλιαράκι στα ελληνικά: Η εξέγερση των Ινδιάνων Mohawk (Κεμπέκ-Καναδάς. Καλοκαίρι 1990), Βιβλιοπωλείο Tomahawk / Επιτροπή Αλληλεγγύης / Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1991.
[2] Βλ. π.χ. την πνευματική διαδρομή της Francine Lemay (αδερφής του Marcel Lemay, του αστυνομικού που σκοτώθηκε στην Όκα), η οποία, έχοντας αρχικά εχθρικές διαθέσεις απέναντι στους Ινδιάνους, κατάληξε λίγα χρόνια αργότερα να μεταφράσει ένα βιβλίο για την ιστορία των Μοχόκ στα γαλλικά.

No comments:

Post a Comment

Ένας λιμανίσιος σκύλος

Ήταν χτες, ήταν αύριο.  Τα δάχτυλά μου από πέτρα και ξύλο που δεν ξέρουν πια την ηλικία μου... Ήταν χτες, ήταν αύριο....