Do not go
gentle into that good night
Μη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη·
ας καίνε, ας παραληρούν όταν τελειώνει η μέρα
τα γηρατειά κι ας μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Σοφοί, που είδαν το δίκαιο σκοτάδι να προσμένει,
γιατί δεν χρησμοδότησαν με φλόγες στον αέρα
δεν στέργουν ήσυχα να παν σε νύχτα ευλογημένη.
Όσοι αγαθοί, φωνάζοντας στο κύμα που βαθαίνει
πως σ’ ακρογιάλι πράσινο θα χόρευε μια μέρα
κάθε τους πράξη, μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Όσοι τρελοί τραγούδησαν τον ήλιο που μακραίνει
κι αργά πολύ κατάλαβαν πως τον θρηνούσαν, πέρα
δεν στέργουν ήσυχα να παν, σε νύχτα ευλογημένη.
Όσοι αυστηροί, που στα στερνά τους βλέπουν τυφλωμένοι
ότι μπορούν μάτια τυφλά ν’ αστράφτουν στον αιθέρα
και να γιορτάζουν, μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Κι εσύ, πηγαίνοντας ψηλά στη θλίψη που σε υφαίνει,
κατάρα δώσε μου κι ευχή το δάκρυ σου, πατέρα.
Μη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη.
Να μαίνεσαι, να μαίνεσαι όταν το φως πεθαίνει.
Ντίλαν Τόμας
(Μετάφραση από τον Διονύση Καψάλη, στο «Μπαλάντες και
Περιστάσεις», εκδ. Αγρα, Αθήνα 1997)
Πολλοί άνθρωποι έχουν εντυπωσιαστεί από αυτό το ποίημα του
Ντίλαν Τόμας...
ΣΥΝΕΧΕΙΑ↓
– ασφαλώς περισσότεροι απ’ όσους
έχουν γοητευτεί συνολικά με το έργο του ουαλού ποιητή. Ένας στο σωρό κι εγώ,
έκανα κάποτε συλλογή τις ελληνικές μεταφράσεις του και προσπάθησα, ανεπιτυχώς,
να φτιάξω τη δική μου. Το ποίημα αναφέρεται στο Anima, όπου
ο στίχος του τίτλου χρησιμοποιείται από τον Ζαν σαν ένα σχόλιο για την άγρια
αγνότητα της Γουινόνα (βλ. παρακάτω), και σκόπευα κάποια στιγμή να το βάλω σε
τούτο το μπλογκ.
Το βιβλίο είχε ήδη κυκλοφορήσει
όταν πέθανε ο κορυφαίος κατά τη γνώμη μου γελοιογράφος της μεταπολίτευσης, ο
Γιάννης Ιωάννου, και έτυχε στην πολιτική του κηδεία (το Σάββατο, 11 του Μάη και
στο νεκροταφείο της Καισαριανής) να απαγγείλει τούτο το ποίημα ο γιος του
Θύμιος, στη μετάφραση που παραθέτω παραπάνω. (Για το πρωτότυπο, βλ. πρόχειρα
εδώ.)
Η Τζόσι άναψε
τα εξωτερικά φώτα, ο Ζαν σέρβιρε φαγητό και, μαζί, κάθισαν στο τραπέζι ανάμεσα
σε λουλούδια. Μίλησαν, αντάλλαξαν, μοιράστηκαν. Συζυγία των αισθημάτων,
λεπτότητα των φωνών, απαλότητα των χροιών, παλμός των καρδιών και κυκλοφορία
των λέξεων: γοητεία, χάρη, πόνος και τέχνη. Η Γουινόνα συγκινήθηκε. «This is the first time I’ve ever
sat at a table and heard the other people say words like that». Ο Ζαν
θέλησε να μάθει ποιες ήταν οι λέξεις της δικής της καθημερινότητας. Έλλειψη,
είπε η Γουινόνα. Έλλειψη αγάπης, έλλειψη ηρεμίας, έλλειψη ορίζοντα, έλλειψη
χαράς, έλλειψη αθωότητας. Έλλειψη. Όλες οι ελλείψεις που μπορεί να φανταστεί
κανείς. Υπάρχει πολλή κτηνωδία μέσα στις φλέβες μου, πρόσθεσε, πολύ μίσος για
να φτύσω.
– Rage, rage against the dying of
the light, είπε ο Ζαν.
– What’s that?
– A poem by Dylan Thomas.
Ο Ζαν άρχισε
να απαγγέλλει. Άκουγα. Ένιωθα τις μυρωδιές της γης, τη δροσιά της λίμνης, την
πνοή του ανέμου στις φυλλωσιές των δέντρων. Άκουγα τα έντομα να ζουζουνίζουν,
ανακάλυπτα την πνευματική εξύψωση των ανθρώπων, αυτό για το οποίο είναι ικανοί,
στη συνταραχτική αναγγελία της σκέψης τους, που την προσφέρουν στους άλλους
χάρι στις λέξεις που αραδιάζουν στο ρυθμό του αίματός τους.
Grave men, near death, who see with
blinding sight
Blind eyes could blaze like meteors
and be gay,
Rage, rage against the dying of the
light
And you, my father, there on that
sad height,
Curse, bless me now with your fierce
tears, I pray.
Do not go gentle into that good
night.
Rage, rage against the dying of the
light.
No comments:
Post a Comment