«[...] Ήθελα να γίνω άγιος. Να
κάνω θαύματα. Προέρχομαι από μια οικογένεια με δεκαοχτώ παιδιά. Όπως σε όλες
της οικογένειες εκείνης της εποχής, χρειαζόταν ένας γιατρός, ένας
συμβολαιογράφος, ένας δικηγόρος, ένας δάσκαλος, ένας αγρότης για να αναλάβει τη
φάρμα και μετά, καθώς έπρεπε επίσης να πληρωθεί και το χρέος προς την Εκκλησία,
χρειαζόταν κι ένας εφημέριος. Εγώ, ήθελα να γίνω ποιητής, αλλά αυτό δεν υπήρχε
στη λίστα των πραγμάτων που μπορούσαν να γίνουν τα παιδιά. Επομένως έγινα
παπάς. Αυτό μου επέτρεψε να μάθω λατινικά και ελληνικά και να μείνω
προσκολλημένος στα κείμενα. Δεν είναι πολύ μακριά από την ποίηση. Εντάξει,
όμως. Ο Ιεζεκιήλ δεν είναι Μποντλέρ και οι Ψαλμοί, μέσα στη μπόχα απ’ το
λιβάνι, καταντούσαν ανυπόφοροι. Υπήρχε το Άσμα ασμάτων, σύμφωνοι, αλλά ως εκεί.
[...] Εγώ, δεν ήμουν ποιητής, όμως αγαπούσα την ποίηση όπως αγαπούν ένα όνειρο.
Ήμουνα πιο υπομονετικός [...] Και στο τέλος συνέβη. Κάποια μέρα, χρόνια μετά,
περπατούσα σ’ ένα μονοπάτι που περνούσε μέσα από δάσος. Άκουσα κραυγές.
Πλησίασα. Ανάμεσα στα δέντρα, στις παρυφές του δρόμου, είδα μια γιγάντια
αρσενική άλκη, ένα κτήνος 600
κιλών, ένα φοβερό τέρας. Στα πόδια του ένας άνθρωπος, με
το κορμί ξεχαρβαλωμένο, που κουνιόταν ακόμα. [...] Υπάρχουν πράγματα που δεν σε
ξεγελάνε: ξέρει κανείς πότε έρχεται η τελευταία του ώρα και η τελευταία μου ώρα
είχε φτάσει, το ήξερα, τουλάχιστον η τελευταία μου ώρα σαν καλός χριστιανός.
Ήταν τελειωμένη υπόθεση. Επιτάχυνε το βήμα της και όρμησε με όλη της τη δύναμη,
με απερίγραπτη μανία. Τα μάτια της, το έβλεπα παρ’ όλη την απόσταση, έσταζαν
αίμα. Χύμηξε και πότε στη ζωή μου δεν είχα νιώσει κάτι παρόμοιο όπως μπροστά σ’
αυτή την τερατώδη ομορφιά που ερχόταν προς το μέρος μου με τον εκκωφαντικό και
υπόκωφο βρόντο του καλπασμού της.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ↓
Δεν σκεφτόμουνα τίποτα. Την κοιτούσα
και ήταν σάμπως να κοιτούσα το δικό μου βλέμμα να με κοιτάει. Έλεγα μέσα μου,
και το θυμάμαι σα να ήταν χτες, Είναι το βλέμμα μου που με κοιτάει. Τότε, να
υπάρχει άραγε κάποια σχέση μ’ αυτή την παράλογη σκέψη, δεν θα το μάθω ποτέ,
όμως το κτήνος έκοψε το βήμα του. Ξαφνικά. Ώσπου να σταματήσει. [...] ...μου
χαρίστηκε η ζωή, αλλά δεν κατάφερνα να κατανοήσω τι είχε συμβεί μέσα στο κεφάλι
εκείνου του ζώου. Γιατί επέζησα; Τι ήθελε να πει αυτό; Και τι σήμαινε «Είδα το
βλέμμα μου να με κοιτάει»; Δεν κατόρθωνα να πιστέψω στο χέρι του Θεού που έσωσε
έναν από τους λειτουργούς του. Το χέρι του Θεού δεν είχε καμιά θέση σε κάτι
τέτοιο. Ήταν μια ιστορία ανάμεσα στον άνθρωπο και στο ζώο, μια ιστορία ανάμεσα
σε γήινα πλάσματα. Ένιωσα απαλλαγμένος από την πίστη μου όπως νιώθει κανείς
απαλλαγμένος από ένα υπερβολικά βαρύ φορτίο, υπερβολικά ογκώδες. Δεν θα
μπορούσα ποτέ να το φανταστώ. Αποσχηματίστηκα. Περιπλανήθηκα. [...] Αφηγήθηκα
αργότερα τούτη την ιστορία σ’ ένα Μοχόκ από τη ρεζέρβα του Κανεσατάκε. Γέλασε
μαζί μου. Μου είπε ότι μάλλον είχα συναντήσει το αόρατο κομμάτι της μαγικής μου
ύπαρξης. Οι Ινδιάνοι πιστεύουν σ’ αυτό. Καθένας την έχει. Κι έχει πάντα τη
μορφή ζώου. Παρουσιάζεται κάποτε σε μας. Πρέπει να είσαι σε θέση να την
αναγνωρίσεις. Και σε σένα θα συμβεί. Τη μέρα που κάποιο ζώο θα συμπεριφερθεί
απέναντί σου με τρόπο αντίθετο από αυτό που του επιβάλλει το ένστικτό του,
χωρίς να μπορεί να υπάρχει αμφιβολία, και ιδανικά όταν το ένστικτο του ζώου θα
απειλεί τη ζωή σου, θα με θυμηθείς και θα ξέρεις τότε ότι βρίσκεσαι απέναντι
στη ζωική μορφή της δικής σου μαγικής δύναμης. Απέναντι στη δική σου ποίηση».
("Felis sylvestris catus", στο
Anima του Ουαζντί
Μουαουάντ – κυκλοφορεί σύντομα)
No comments:
Post a Comment