Σκοτάδι της υπαίθρου, φως των
πόλεων και των χωριών, τακτική εναλλαγή από το ένα στο άλλο, άνεμος να μπαίνει
από τη μεγάλη ανοιχτή πόρτα, βιαστικές σκιές να σαρώνουν το εσωτερικό του
βαγονιού, το τρένο πήγαινε, πήγαινε, κι εμείς ήμασταν στην κοιλιά του, ήμασταν
μέσα στον πάταγο των οχημάτων του που ταρακουνιόνταν πάνω στις ράγες, μέσα στα
τριξίματα των τροχών του, στα στριγκλιάρικα σφυρίγματα της ατμομηχανής του και
μέσα στη νύχτα που ξετύλιγε έξω μεγάλα κομμάτια έναστρου ουρανού.
Ash Hill, Missouri
/ Delaplaine, Arkansas
Ξαπλωμένος σ’ όλο του το μάκρος
στο λιγδιασμένο πάτωμα ενός επίπεδου βαγονιού χωρίς τοιχώματα και χωρίς γωνίες,
κάρφωνε το βλέμμα στο ξετύλιγμα του ουρανού πάνω απ’ το κεφάλι του και
καταγινόταν, με το μπράτσο σηκωμένο και το δάχτυλο τεντωμένο, να μετράει τ’
άστρα.
Iron Gates, Missouri
/ Empire City, Kansas
[...]
Ξανάκλεισε τα μάτια, κούρνιασε πάνω μου και, παρά τον ορυμαγδό τούτου του
κοτσαδόρου που μας σέρνει και μας τραβάει, παρά την αναστάτωση που ρήμαζε το
μυαλό του, προσπάθησε να αποκοιμηθεί.
Labette, Kansas
Το τρένο έκοψε το τρέξιμό του και
ακινητοποιήθηκε στη μέση ενός αγρού. Ούτε πόλη ούτε χωριό στα πέριξ, κανένας
δρόμος, κανένα μονοπάτι, ούτε καν ρυάκι, τίποτα, μόνο η ισιάδα της πεδιάδας και
ο άνεμος που χάραζε αυλάκια στις πλαγιές των λόφων. [...] Η αμαξοστοιχία,
σωριασμένη κατά μήκος της καμπύλης της, ατέλειωτο ζώο σερπετό, έμνησκε εκεί,
εγκαταλειμμένη για πάντα. Σύννεφα πουλιών ανέβαιναν στη διαφάνεια τ’ ουρανού. Ο
Γουάχς είχε αποκοιμηθεί, ξεκουραζόταν, διπλωμένος, με το πρόσωπο κρυμμένο
ανάμεσα στα διπλωμένα μπράτσα του.
Ξύπνησα από το
θόρυβο των βημάτων τους. Οσμίστηκα τις μυρωδιές τους, άκουσα τον ήχο των φωνών
τους, είδα τις σκιές τους να προβάλλουν στο χαλικόστρωτο έδαφος. Φάνηκαν
τέσσερις άνθρωποι. Σηκώθηκα και μούγκρισα. What the fuck is that! είπε ένας από
αυτούς.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ↓
Γάβγισα,
οπισθοχώρησαν και ο Γουάχς ανασηκώθηκε. Ένας από τους ανθρώπους ρώτησε τι σκαρώναμε
αυτού. Πάμε μαζί με
το τρένο, απάντησε ο Γουάχς.
– It’s forbidden to travel on this
train!
– OK… I’m sorry.
– You can’t stay here!
– We’re leaving. No problem.
Μούγκρισα.
Ήσυχα! είπε ο Γουάχς. Έκαναν πίσω, τρομαγμένοι. Με κοίταξαν.
– Is that a dog?
– Yes.
– What a fucking beast! What’s his
name?
– Mason-Dixon Line.
Μίλησαν για
βία, για αγριότητα, για δύναμη και για αρχέγονη ζωικότητα. Άρχισαν να
απευθύνονται σε μένα με ακατανόητες λέξεις και σε μια γλώσσα που δεν κατόρθωνα
καν να ακούσω. Μου μιλούσανε λες και ήταν να τους απαντήσω, χρησιμοποιώντας
οικείο ύφος, ξεχνώντας κάθε επιθετική διάθεση απέναντι στον Γουάχς. Γοητευμένοι
από το ζώο, δεν έβλεπαν πια με τον ίδιο τρόπο τον άνθρωπο που είχε πλάι του
αυτό το ζώο. Στο τέλος, ευτυχισμένοι που είχαν τη συντροφιά μας, μίλησαν για
τον όλο και πιο σκληρό μόχθο και για τα όλο και πιο απάνθρωπα καθήκοντα που
τους επιβάλλονταν, μίλησαν για αμαξοστοιχίες όλο και πιο μακριές και όλο και
πιο πολυάριθμες πάνω σε ράγες που συντηρούνταν όλο και λιγότερο, αφηγήθηκαν την
κούραση, τα λεφτά, τη μοναξιά, το χωρισμό από τις οικογένειές τους και την
επιθυμία να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν, χωρίς πια ευθύνες και φροντίδες,
να πλανηθούν, να ταξιδέψουν, ελεύθεροι από κάθε υποχρέωση, απελευθερωμένοι
επιτέλους από την άθλια ζωή τους.
No comments:
Post a Comment