Thursday, May 23, 2019

Τεχνάσματα της αφήγησης


το Bestiarium του Μουαουάντ

Το Bestiarium ή Ζωολόγιο, ως γνωστό, είναι συλλογή μύθων για ζώα ή, πιο σωστά, παρουσίαση ενός καταλόγου ζώων, είτε πραγματικών είτε φανταστικών, όπου το καθένα συνδέεται με μία ή περισσότερες «ιστορίες» με κάποιο δίδαγμα ή «νόημα», ηθικό, μυστικιστικό ή θρησκευτικό. Στη ρίζα αυτής της παράδοσης βρίσκεται βέβαια ο Φυσιολόγος, διάσημο αλεξανδρινό κείμενο της ύστερης λίγο-πολύ αρχαιότητας, όμως το είδος άκμασε κυρίως στη μεσαιωνική εποχή, όπου συνδυάστηκε με κάθε είδους αλληγορίες (υπήρξε και ερωτικό ζωολόγιο). Ζωολόγια (τα έχουν πει και «θηριολόγια») συνέχισαν να γράφονται και μετέπειτα, κάποτε διατηρώντας τις υψηλές πνευματικές αξιώσεις του είδους και άλλοτε, ολοένα και συχνότερα, γλιστρώντας σ’ ένα παιγνιδιάρικο κλίμα ή εκφράζοντας κάποιου είδους διανοητική εκλέπτυνση. Στη νεότερη εποχή, φέρνει στο νου, σε μένα τουλάχιστον, το Bestiaire  του Γκιγιόμ Απολινέρ (με τις ξυλογραφίες του Ραούλ Ντυφί), στους πιο πολλούς ίσως θυμίζει τα φανταστικά όντα του Μπόρχες, σε κάποιους πιο εκκεντρικούς τη Ζωολογία του Μίλος Ματσόουρεκ, και πάει λέγοντας. Δεν ξέρω αν κάτι από όλες αυτές τις παραδόσεις έφτασε να επηρεάσει τον Μουαουάντ, πάντως όλ’ αυτά μαζί με κάνανε να σκεφτώ το βιβλίο, καταρχήν, σαν ένα ιδιόμορφο ζωολόγιο. Στην κατεύθυνση αυτή, αυθαίρετη ή όχι, θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε μια λιγάκι σχολαστική ανάλυση.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και στα δύο πρώτα από αυτά (Bestiæ veræ και Bestiæ fabulosæ), η αφήγηση, χρονικά γραμμική, περνάει μέσα από το στόμα των ζώων που συναντούν, διαδοχικά, τον πρωταγωνιστή. Στο τρίτο μέρος (Canis lupus lupus) μιλάει ένα πολύ ιδιαίτερο ζώο, με το οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω, ενώ το τέταρτο μέρος (Homo sapiens sapiens), πολύ μικρότερο, είναι ουσιαστικά επίλογος: ένας απολογισμός και η κατάληξη ή η κάθαρση της ιστορίας, για πρώτη φορά από ανθρώπινο στόμα. Θα σταθώ όμως στα δύο πρώτα μέρη, στο Bestiarium, που συγκροτεί το μέτωπο, ας πούμε, του έργου και το μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου (περίπου τα δύο τρίτα).
Το είδος του ζώου δηλώνεται κάθε φορά από τον τίτλο του κεφαλαίου, που είναι η επιστημονική ονομασία του ζώου που μιλάει. Όποτε αυτή η λατινική ονομασία δεν είναι αρκετά διάφανη ή ευρέως γνωστή, και πάλι καταλαβαίνουμε γρήγορα, από τα συμφραζόμενα, τι περίπου είδους ζώο είναι αυτό που ακούμε. Μοιάζει να μας μιλάνε κάθε λογιών πλάσματα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη λογική ή σχέδιο, και μας μιλάνε επειδή νιώθουν υποχρεωμένα να προσέξουν, να παρατηρήσουν, να παρακολουθήσουν τον Γουάχς, τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Αυτή την παράξενη έλξη ή παρόρμηση τη δηλώνουν ρητά πολλά ζώα, άλλοτε απλά και ασχολίαστα και άλλοτε με κάποιο βαθύτερο προβληματισμό. Ας ακούσουμε π.χ. την αράχνη: «Πέρα από την ανθρώπινη πρόσοψη, πίσω από την οποία κρυβόταν, τούτο το πλάσμα είχε φασκιωμένη την καρδιά μ’ έναν αθέατο ιστό από μετάξι φτιαγμένο από την ίδια του τη σάρκα, και το αποκρουστικό ζώο που τον κρατούσε αιχμάλωτο, που τρεφόταν απευθείας από τα σωθικά του, δεν ήταν άλλο παρά αυτός ο ίδιος. Ο ίδιος ήταν θήραμα και παγίδα του εαυτού του». Κατ’ εξαίρεση, ένα ζώο (ένας θηλυκός ασβός) νιώθει την ανάγκη να παρέμβει στην εξέλιξη της ιστορίας και να σώσει τον Γουάχς, συνήθως όμως τα ζώα είναι απλοί, αλλά διόλου αδιάφοροι, θεατές. Κάπου εδώ, γίνεται φανερό ότι το τέχνασμα αυτό (η ομιλία των ζώων) δεν είναι απλό στιλίστικο πυροτέχνημα, ένα εύρημα που προστέθηκε εξωτερικά σε ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να υπάρχει και χωρίς αυτό, αλλά σχετίζεται με τον πυρήνα ή την ουσία του έργου. Ο τίτλος του βιβλίου υποβάλλει ήδη κάποια «ανιμιστική» ανάγνωση (εδώ, ανιμισμός θα ήταν κάποιου είδους σύνδεση ανάμεσα στο νου των ανθρώπων και το νου των ζώων – ένα είδος «πανζωισμού», αν μπορούμε να το πούμε έτσι). Ο συσχετισμός δεν επιζητά να τεκμηριωθεί ή να αποδειχτεί, δηλώνεται περισσότερο μέσα από διαισθήσεις και με υπαινιγμούς, χωρίς να γίνεται ξεκάθαρο πόσο τοις μετρητοίς πρέπει να πάρουμε αυτό τον τύπο σκέψης.
Η γλώσσα των ζώων αντιστοιχεί κατά πολύ στο είδος τους. Αλλιώς μιλάνε τα πουλιά, ανάλαφρα και συχνά επιπόλαια,[1] αλλά και υπεροπτικά (αν επιτρέπεται το λογοπαίγνιο) καθώς βλέπουν τους ανθρώπους μικρούς από ψηλά και από ψηλά πάλι, μέσα από αυτή την πανοραμική θέα (birds eye!), μπορούν να συνδέουν το ειδικό με το γενικό, κι αλλιώς μιλάνε τα έντομα, με το δικό τους, μικροσκοπικό και λεπτολόγο τρόπο, αρκετά απομακρυσμένο από το ανθρώπινο επίπεδο. Ούτε όμως όλα τα πουλιά έχουν τον ίδιο τρόπο έκφρασης και είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε διάφορες κατηγορίες, όχι μόνο με τον παραδοσιακό τρόπο (π.χ. αρπακτικά), αλλά και μέσα από τον τρόπο της θέασης τους (π.χ. εκείνα που αντικρίζουν τον κόσμο από τους αιθέρες κι εκείνα που μπλέκονται στα πόδια των ανθρώπων, εν μέρει εξαρτημένα από αυτούς για τη διατροφή τους). Άλλα ζώα, ιδιαίτερα κάποια θηλαστικά, παρουσιάζουν πιο εξατομικευμένο χαραχτήρα καθώς βρίσκονται πιο κοντά στους ανθρώπους, είτε ιστορικά-κοινωνιολογικά (είναι δηλ. εξημερωμένα ή κατά κάποιο τρόπο εξανθρωπισμένα) είτε ταξινομικά (όπως π.χ. ο χιμπατζής). Το ρητορικό τέχνασμα λοιπόν, τα ομιλούντα ζώα (και, για κάποιο λόγο, έρχονται αμέσως στο νου τα «ομιλούντα εργαλεία», οι δούλοι της αρχαιότητας), προσφέρει ένα πλούσιο σύνολο από σύνεργα (όντως εργαλεία, λοιπόν!) στο μυθιστοριογράφο, ενώ ταυτόχρονα του βάζει και αρκετές δυσκολίες, καθώς έχει να σεβαστεί μια σειρά συμβάσεις που επινόησε ο ίδιος. 
Από την άλλη μεριά, ο χωρισμός σε δυο κομμάτια («Πραγματικά ζώα» και «Φανταστικά ζώα») μοιάζει απλός φόρος τιμής στα ζωολόγια του παλιού καιρού και δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο (εξακολουθούν να μιλούν ίδιου τύπου ζώα) – ο χωρισμός έχει να κάνει ίσως με μια καμπή της αφήγησης αλλά, νομίζω, χωρίς κάποια βαθιά τομή ή αλλαγή προσανατολισμού.
Όταν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε κάτι, συνήθως αρχίζουμε να το μετράμε. Ακολουθώντας αυτή την, ξερωγώ, νεοτερική ή εν πάση περιπτώσει ιστορικά ανθρώπινη παράδοση, θα ξεκινήσω κι εγώ από μια ψυχρή παρατήρηση των αριθμών, ελπίζοντας ότι στην πορεία θα αναδυθούν ποιοτικά γνωρίσματα... Το Bestiarium λοιπόν χωρίζεται σε 101 άνισα κεφάλαια (38 στο Πρώτο μέρος και 63 στο Δεύτερο), που αντιστοιχούν σε διαφορετικές εκφωνήσεις ζώων, ας τις πούμε «φωνές». Μια πρώτη παρατήρηση για το μέγεθος αυτών των κεφαλαίων: τα πολύ μικρά (ελάχιστες φράσεις, κάποτε μόνο μία, λιγοστές αράδες) φαίνεται να αντιστοιχούν σε επιταχύνσεις της πλοκής, να περιγράφουν δηλ. στιγμές καταδίωξης, πανικόβλητης φυγής, τρεχάλας κλπ. Αυτές οι 101 «φωνές», αν καθίσουμε να μετρήσουμε τις επαναλήψεις, δηλ. τις διαφορετικές φορές που παίρνει το λόγο το ίδιο ζώο, αντιστοιχούν σε 71 «ατομικά» ζώα. Ατομικά σε εισαγωγικά, γιατί τρεις φορές μάς μιλάνε ζωικές συλλογικότητες, αν μπορούμε να το πούμε έτσι: ένα κοπάδι σπουργίτια, ένα σμήνος πυγολαμπίδες και μια αποικία νυχτερίδες (με τον συλλογικό λόγο να συμπυκνώνεται σε μια ατομική φωνή), αλλά τις υπόλοιπες φορές πρόκειται σαφώς για ξεχωριστό ζώο. Και αν κατατάξουμε αυτά τα 71 πλάσματα, το καθένα στο είδος του, θα δούμε ότι εκπροσωπούνται 50 ζωικά είδη. Στην πρώτη ματιά, είχε φανεί ότι συμμετέχουν ζώα κάθε λογής, τώρα όμως, αν βαλθούμε να κατατάξουμε αυτά τα 50 είδη, βλέπουμε ότι λείπουν εντελώς τα αμφίβια, τα ερπετά εκπροσωπούνται μόνο από δύο φίδια (όπου περιλαμβάνεται πάντως ένας αξιοπρόσεχτος οικόσιτος βόας, ονόματι Ιησούς, που μέσα στην κουφαμάρα του μιλάει τέσσερις φορές, ενώ το άλλο είναι ένα άκακο φιδάκι με περιδέραιο Diadophis punctatus που σχολιάζει αστραπιαία ένα κυνηγητό) ενώ υπάρχουν μόνο δύο ψάρια (ένα χρυσόψαρο, που παρά την παροιμιώδη του έλλειψη συγκέντρωσης και τα εξίσου παροιμιώδη προβλήματα μνήμης στέκεται μάρτυρας μιας σημαντικής συζήτησης, και, αν πασάν, μια πέστροφα). Τα υπόλοιπα ζώα ανήκουν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, θηλαστικά (18), πουλιά (13) και «έντομα» (15) έντομα εντός εισαγωγικών γιατί θα έπρεπε να τα πούμε, ορθότερα κι επιστημονικότερα, «αρθρόποδα», ή, ακόμα απλούστερα, «ζωύφια» ώστε να συμπεριλάβουμε στην ομάδα τους και δύο αρχοντικές αράχνες που δεσπόζουν σε ένα σαλούν και σε κάποιο πανδοχείο, καθώς και ένα ασήμαντο μυριάποδο (που απλώς μάς αναγγέλλει, με το κουλούριασμά του, ένα μεγάλο κίνδυνο).[2]  


Ας δούμε πρώτα τα θηλαστικά. Υπάρχει κι εδώ μια ανισορροπία: όπως είναι ίσως λογικό για μια εντούτοις ανθρώπινη ιστορία, δύο είδη υπερεκπροσωπούνται, σκύλος και γάτος. Έχουμε 12 γατίσιες φωνές που προέρχονται από 4 διαφορετικούς γάτους. Οι σκύλοι είναι ακόμα περισσότεροι, 7 (πάντα χωρίς να βάζουμε στο λογαριασμό τον πολύ ιδιαίτερο σκύλο του Τρίτου Μέρους), και μας απευθύνουν 16 φωνές.
Πιο ομιλητικός από όλους αποδεικνύεται ένας μικρόσωμος τραμπούκος, νευρικός και ανασφαλής, που ακούει στο ταιριαστό όνομα Μαδερφάκερ: με 8 «φωνές» βάζει τη σφραγίδα του σε ένα κρίσιμο σημείο του μυθιστορήματος. Τρεις φορές παίρνει το λόγο η Μίτσα, η σκύλα ενός ινδιάνικου καταφυγίου για πληγωμένα ζώα. Μετά, με μια μόνο «φωνή» και ανώνυμους, έχουμε το σκύλο ενός περιπλανώμενου οικοτοξικολόγου, το σκύλο ενός ρομαντικού περιπατητή (χήρου μάλλον) κοντά στην Αγκόλα, το σκύλο-κληρονομιά ενός απαίσιου και αυτάρεσκου χοντρού, πάλι στην Αγκόλα (στα υπόψη ότι μιλάμε για την Αγκόλα στην Ινδιάνα, όχι στην Αφρική), και το σκύλο ενός βενζινάδικου: όλοι τους διαθέτουν τη δική τους σκυλίσια προσωπικότητα και, σε διαφορετικό βαθμό, χρωματίζουν κάποια στιγμή του ταξιδιού του Γουάχς. Κάπως πιο άχρωμος είναι ο πρώτος σκύλος που εμφανίζεται στο βιβλίο, ένα υπάκουο Γκόλντεν αν κατάλαβα καλά – ίσως επειδή είναι στις πρώτες σελίδες και η ιστορία δεν έχει βρει το ρυθμό της. Μιλώντας για ράτσες, πέρα από αυτό το πρώτο σκυλί, μόνο για τον Μαδερφάκερ μαθαίνουμε ότι είναι είδος πίτμπουλ («αμερικάνικο σταφορντσάιρ»), στα υπόλοιπα δεν αναφέρεται πεντιγκρί ή κάτι τέτοιο.
Ράτσας είναι κι ο γάτος που ανοίγει την αφήγηση (και μόνον αυτός): ένα αρσενικό σαρτρέ που το φανταζόμαστε κακομαθημένο και καλοθρεμμένο, όμως παίρνει το λόγο, σε δυο «φωνές», ακριβώς για να μας δηλώσει την καταστροφή του καλοβολεμένου κόσμου του. Ο σπιτόγατος αυτός έχει όνομα, αντιστρέφοντας θα λέγαμε, είναι ο γάτος-Πιτό.[3] Ανώνυμα είναι τα υπόλοιποι τρία γατιά, που όμως μιλάνε πολύ, κυρίως περιγράφουν και μάλιστα σημαντικές σκηνές, με αρκετά γατίσια αποστασιοποίηση και προσοχή στις λεπτομέρειες: ο γάτος της Τζάνις, που επανέρχεται με έξι «φωνές», ο γάτος ενός μπαρ του Οντάριο (μόνο μία εμφάνιση)  και η γάτα της Άσλιν, με τρεις «φωνές».
Οι σκύλοι, σύμφωνα με τη γενικότερη παραδοχή, είναι οι λιγότερο «άλλοι». Έχουν την καλύτερη κατανόηση των ανθρώπινων καταστάσεων, δηλ. την πιο «ανθρωπίσια», αρκετά συμβατή με τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης, και παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συναισθηματική εμπλοκή με τα ανθρώπινα όντα: αγαπούν, μισούν ή είναι αφοσιωμένοι σε συγκεκριμένα ανθρώπινα πλάσματα και είναι προσαρμοσμένοι στις καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Πέρα από μια γενική διαίσθηση (μαντεύουν κάποιες αποχρώσεις που ξεφεύγουν απ’ τους ανθρώπινους πρωταγωνιστές ή έχουν προαισθήματα), προχωράνε πέρα από αυτές τις μεταφορικές αποχρώσεις και βλέπουν πραγματικά χρώματα. Έτσι ο πρώτος σκύλος που εμφανίζεται στην αφήγηση βλέπει τη λύπη «υπέροχα κίτρινη». Φανταζόμαστε ότι υπάρχει εδώ κάποιος ιδιόμορφος ή ποιητικός τρόπος γραφής, όμως ο δεύτερος σκύλος βλέπει το αφεντικό του, μόλις τρομοκρατείται, να «αναδίδει μπλε» (κάτι που πάλι μπορεί να θεωρηθεί ρητορικό στα γαλλικά, όπου υπάρχει η έκφραση peur bleue για το μεγάλο φόβο). Αφού όμως η στενοχώρια συχνά κιτρινίζει κι αφού περνάμε κι από μια πορτοκαλί νευρικότητα κι αφού ο φόβος δίνει άλλοτε μπλε κι άλλοτε πράσινο, κι αφού έχουμε ψυλλιαστεί για τα καλά, η ρητή εξήγηση μας προσφέρεται σχετικά αργά στο βιβλίο, στη σελ. 239, από τον πρώτο σκύλο της Αγκόλας: «Εμείς, οι σκύλοι, αντιλαμβανόμαστε τις χρωματιστές αναθυμιάσεις που αναδίδουν τα σώματα των ζωντανών όταν τους κυριεύει κάποιο ζωηρό συναίσθημα. Συχνά οι άνθρωποι περιβάλλονται από το πράσινο του φόβου ή το κίτρινο του καημού, ή άλλες φορές από σπανιότερα χρώματα: τη ζαφορά της ευτυχίας ή το τουρκουάζ των εκστάσεων. Τούτος δω, κουρασμένος, εξαντλημένος, τυλιγμένος από την οπάλινη απαλότητα του δρόμου, αποπνέει, από το κέντρο της πλάτης του, το μαύρο του γαγάτη, χρώμα του χαμού και των ναυαγίων, προνόμιο εκείνων που είναι ανίκανοι να απαλλαγούν από τη μνήμη τους και από το παρελθόν τους».


Στα υπόλοιπα 16 θηλαστικά είδη, ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν τα ιπποειδή, με τέσσερα άλογα (ο ποιητικός και απεγνωσμένος λόγος τριών αλόγων, συνεχόμενος, στο κέντρο περίπου του βιβλίου, έρχεται να φωτίσει μια ιδιαίτερη στιγμή από το παρελθόν του Γουάχς), καθώς και μια ιαματική μουλάρα κι ένα γαϊδούρι, που μας μιλούν από δυο φορές το καθένα. Ιδιαίτερο χαραχτήρα φανερώνει κι ένας χιμπατζής, ονόματι Τόμαχοουκ, που μας μιλάει διά μακρών δυο φορές. Στα υπόλοιπα θηλαστικά, έχουμε δυο διαφορετικούς σκίουρους, δυο αλεπούδες, δυο ρακούν, δυο αρουραίους και δυο ποντίκια (το δεύτερο επανέρχεται και για μια δεύτερη «φωνή», αλλά δεν του βγαίνει σε καλό) – τέλος, από ένα ζώο ανά είδος, ακούμε ένα θηλυκό ασβό,[4] ένα κουνέλι, ένα κογιότ, ένα γουρούνι, μια μαρμότα, μια αρκούδα και «μία» (συλλογική φωνή, όπως εξηγήσαμε) νυχτερίδα. 
Θα έπρεπε ίσως, δίπλα σ’ αυτόν τον κατάλογο των θηλαστικών, να θυμηθούμε και την άλκη, παρόλο που δεν μας μιλάει και παρόλο που εμφανίζεται μόνο σε μια αφήγηση από το απώτερο παρελθόν. Όμως αυτή η αφήγηση ενός αποσχηματισμένου ιερέα (που σε μας τη μεταφέρει ένας γάτος) φαίνεται να δίνει ένα από τα κλειδιά της υπόθεσης – το «τοτεμικό» κλειδί, θα μπορούσα να πω. Ο τοτεμισμός αυτός, που δένει με τον ιδιόμορφο ανιμισμό που αναφέρθηκε προηγουμένως, υποβάλλεται ίσως εξαρχής από την έντονη ινδιάνικη παρουσία (και τα πνευματικά μας στερεότυπα), πάντως τούτος ο ξεπαπαδιασμένος παπάς παραπέμπει και πάλι στην ανώνυμη σοφία κάποιου Ινδιάνου που τον ξεστράβωσε.
Στα πουλιά τώρα, σύμφωνα ίσως με τη φευγαλέα φύση τους, δεν έχουμε επαναλήψεις: οι 17 «φωνές» αντιστοιχούν σε 17 διαφορετικά πετούμενα πλάσματα, τα οποία εκπροσωπούν 13 ξεχωριστά είδη. Εμφανίζονται λοιπόν δυο περιστέρια, δυο κουκουβάγιες και δυο σπουργίτια (μόνο που το ένα από αυτά, το πρώτο, αποτελεί συλλογική φωνή ενός σμήνους). Υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη γλάρων, με το ένα από αυτά (ασημόγλαρος) να μιλάει μέσα από το ράμφος δυο διαφορετικών πουλιών, έχουμε καναρίνι, βασιλίσκο (Regulus satrapa), ερωδιό και γερανό (που αποχτά ξεχωριστή σημασία μέσα από την τοτεμική του σχέση με τους Ινδιάνους Οτζίμπουε, ώστε να εμπεδώσουμε τον υπαινιγμό), τέλος στην ανησυχητική κατηγορία των αρπακτικών πτηνών έχουμε κόρακα, κουρούνα και ψαραετό. Ο κόρακας φιλοσοφεί στο εμπνευστικό περιβάλλον ενός νεκροταφείου, η κουρούνα κατακρεουργεί χαρούμενα ένα πατημένο από τα αυτοκίνητα ρακούν, φτιάχνοντας περιβάλλον για ένα ακόμα ξέσπασμα ανθρώπινης βίας, ενώ ο ψαραετός επισκοπεί αφ’ υψηλού ένα μακελειό ανθρώπων και αλόγων. (Και εδώ βέβαια, πρέπει να θυμηθούμε και τα όρνια, «γύπες ή κάτι τέτοιο», μια χορωδία σαρκοβόρων πτηνών της ερήμου, που θα παίξουν στην τελική καθαρτήρια πράξη.)


Περνάμε στην τελευταία ομάδα, στα «ζωύφια» (σύνολο 15 πλάσματα / είδη, σε 20 «φωνές»). Όπως είπαμε, έχω εντάξει εδώ[5] τις δυο αράχνες, διαφορετικού είδους, κι ένα μυριάποδο (Narceus americanus). Στα καθαυτό έντομα έχουμε 12 πλάσματα, 12 είδη, που μας μιλούν σε 16 «φωνές». Μια όμορφη πεταλούδα του είδους Papilio polyxenes asterius αποδεικνύεται φλύαρο έντομο, με 4 «φωνές» (ώσπου τη χάβει ένα πουλί και ησυχάζουμε), ενώ από δυο φορές μάς απευθύνονται μια κοινή μύγα και μια χαμένη μέλισσα. Στα υπόλοιπα, έχουμε ένα μερμήγκι, μια σφήκα, μια πασχαλίτσα, μια βρωμόμυγα, ένα κουνούπι, μια λιβελούλα, μια πεταλούδα-μονάρχη (κατά τη μετανάστευσή της), αναπόφευκτα μια κατσαρίδα, τέλος τις πυγολαμπίδες, συλλογική φωνή που με το λαμπύρισμά τους και το ποιητικό τους κείμενο κλείνουν το Bestiarium.
Σαν κατακλείδα, μια κουβέντα για τα προσωπικά ονόματα των ζώων. Πέρα από αυτά που ήδη αναφέραμε, τους δυο σκύλους (τον Μαδερφάκερ και τη Μίτσα), τον γάτο Πιτό, τον βόα Ιησού, τον Τόμαχοουκ, μαθαίνουμε τι όνομα έχουν δώσει οι άνθρωποι σε άλλα τρία πλάσματα (σύνολο οχτώ ονοματισμένα ζώα, λοιπόν): η νοσοκόμα μουλάρα λέγεται Κάλι (Kally: καμία σχέση με Ινδία) και ο γάιδαρος Τίντι, ενώ το χρυσόψαρο φέρει το φανταχτερό όνομα Ταντζούρο Ταντζουμάνι (βαφτισμένο έτσι από ένα πεντάχρονο αγοράκι που διαβάζει μάνγκα).

*  *  *

Το πολύ ιδιαίτερο ζώο που μας μιλάει στο Τρίτο Μέρος (και που δεν το υπολογίσαμε στις προηγούμενες μετρήσεις) θέτει καταρχήν ταξινομικά προβλήματα. Σε ποιο ακριβώς είδος ανήκει; Ο τίτλος του Μέρους δηλώνει, με λατινική μεγαλοπρέπεια, ότι πρόκειται για λύκο, το κείμενο μιλάει για «άγριο σκύλο». Όσοι τον συναντούν, μένουν συχνά να αναρωτιούνται («Fuck! What is that monster! Is it a wolf?», «No, sheriff, I don’t think so. Its some kind of big dog»), καταλήγουν όμως συνήθως στην άποψη ότι έχουν μπροστά τους έναν πολύ ιδιαίτερο και εντυπωσιακό σκύλο, με ασυνήθιστες διαστάσεις, πολύ αγριωπό, τερατώδη ή τέρας. Πέρα από τη θηριώδη διάσταση, τέρας σημαίνει βέβαια κάτι που αψηφά, κάτι που ξεφεύγει από τις κατηγορίες της συστηματικής ζωολογίας. Θέτει όμως και «οντολογικά» (ή «πνευματιστικά»;)  ζητήματα: από πού προέρχεται αυτό το πλάσμα («από πού ξεφύτρωσες εσύ;», ρωτάει ο Ουμπέρ) και γιατί ένιωσε υποχρεωμένο να προσκολληθεί στον Γουάχς; Εμφανίστηκε αμέσως μετά τον αναπάντεχο θάνατο του Ρούνι στη Μονομαχία στο Ρυάκι, ποια είναι λοιπόν η σχέση του με το νεκρό Γουέλσον Γουλφ Ρούνι; Η τοτεμική ερμηνεία επανέρχεται ρητά στη διαίσθηση του Γουάχς – και ενθαρρύνεται από τον Ουμπέρ, στον οποίο εκθέτει την κατάσταση. Στο κάτω-κάτω, αυτή η διπλή υπόσταση του Γουέλσον Γουλφ Ρούνι αντιστοιχεί πολύ καλά στα διφορούμενα αισθήματα του Ουμπέρ απέναντί του: αγαπάει τον Ρούνι αλλά ξέρει ότι είναι χαμένη περίπτωση ή καμένο χαρτί, τον θεωρεί θεϊκό σκεύος αλλά γνωρίζει κι αναγνωρίζει ότι έγινε αποκρουστικός, τέλος ο Ουμπέρ είναι αυτός που έμαθε (τόσο αποτελεσματικά!) τον Ρούνι να σκοτώνει, όμως έμελλε να ήταν (αν η Μονομαχία στο Ρυάκι είχε διαφορετική έκβαση) το επόμενο θύμα του. Πάντως, ο «άγριος σκύλος» που μας μεταφέρει αυτή τη συζήτηση κι αυτούς τους προβληματισμούς, αν και άμεσα ενδιαφερόμενος, δεν σχολιάζει. Θα χρειαστεί να κατέβει κι αυτός στην κόλαση των κυνομαχιών, να βουτήξει στην ωμή βία, για να αποχτήσει συνείδηση και διαύγεια.
Αφού εδώ μιλάει πάντα το ίδιο ζώο, το σύστημα ονοματοδότησης των κεφαλαίων αλλάζει: τώρα οι τίτλοι παραπέμπουν σε τοπωνύμια. Πρόκειται συνήθως για ονόματα πόλεων, ή κωμοπόλεων ή χωριών ή προαστίων: το Όνομα του Ζώου δίνει τη θέση του στο Όνομα του Τόπου. Κι αφού ολόκληρο το Τρίτο Μέρος ξετυλίγεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα τοπωνύμια δίνονται πάντα στα αγγλικά, έτσι όπως τα φανταζόμαστε γραμμένα σε πινακίδες και οδικά σήματα: ακόμα μια φορά σε «ξένη γλώσσα», σε αντιστοιχία με τα συμβατικά λατινικά της συστηματικής ζωολογίας. Τώρα, τα τοπωνύμια αυτά δεν είναι διόλου τυχαία: ο Λίβανος του Ιλινόι (προορισμός μίας από τις διαδρομές του Γουάχς και χώρος μιας ακραίας δοκιμασίας του) παραπέμπει βέβαια στον Λίβανο της παιδικής του ηλικίας – σ’ αυτήν την παιδική ηλικία προς την οποία κατευθύνεται ολόκληρο το ταξίδι του. «Πίσω από τα ονόματα των χωρών υπάρχουν άλλες χώρες». Η προσωπική γεωγραφία, αναγκαστικά, μπλέκεται με τη βιβλική γεωγραφία: «Η περιοχή αυτή ονομάζεται Land of Egypt, Χώρα της Αιγύπτου. Οι κάτοικοι, και σήμερα ακόμη, ονομάζονται Αιγύπτιοι. Ο Μισισιπής είναι ο Νείλος τους. Στο Κάιρο, θα μπορέσετε να θαυμάσετε τη συνάντηση των υδάτων, εκεί που ο Οχάιο έρχεται να εκβάλλει στον Μισισιπή. Έτσι έχουν τα πράγματα. Οι άνθρωποι εδώ, όπως και παντού αλλού στην Αμερική, κατέφυγαν στη Βίβλο για να βαφτίσουν τη γη τους με ονόματα που θα έφερναν ευτυχία. Στο Κάιρο, έλπιζαν στον ερχομό ενός Μωυσή που θα έσωζε το λαό από την πείνα, την αρρώστια, τις πλημμύρες. Πιο κάτω ακόμη, άνθρωποι με πραγματική πίστη στο μέλλον τους θυμήθηκαν τη χιλιόχρονη μεγαλούπολη των φαραώ και βάφτισαν το μικρό τους χωριό Μέμφις. Εδώ είναι ο Λίβανος, προς τιμή της χώρας όπου ο Ιησούς πραγματοποίησε το πρώτο του θαύμα πολλαπλασιάζοντας τον άρτο και τον οίνο στους γάμους εν Κανά. Για ανθρώπους που λιμοκτονούσαν, αυτό είχε προφανώς ιδιαίτερο νόημα». Ο Λίβανος επανέρχεται σε διάφορους κέδρους (Cedar Creek, Cedar Gap), αλλά και στη φοινικική αποικία της Καρχηδόνας (εδώ Κάρθιτζ, στο Μιζούρι) κι από κοντά έχουμε Hebron, Genessee, Jerusalem Road, αλλά επίσης και Αραβία και Αγκόλα, και Οράν και Καμπούλ, καθώς και Άθενς και Εύρηκα / Γιουρίκα, ενώ στο Κάνσας υπάρχει και Βιργίλιος και Οράτιος και Οδυσσέας (Virgil, Horace, Ulysses). Τέλος έχουμε Iron Gates, Empire City, Bloody Valley, Wild Horse, Last Chance... Ο Μουαουάντ δήλωσε ότι γοητεύτηκε κάποια στιγμή από τη μελέτη ενός χάρτη των Ηνωμένων Πολιτειών, συνειδητοποιώντας πόσο συχνά είναι τα τοπωνύμια με βιβλικές και κλασικές αναφορές – και αυτό συνέβηκε μάλλον σε μια κρίσιμη στιγμή όπου η συγγραφή του μυθιστορήματος είχε για κάποιο λόγο βαλτώσει. 

Ν.Κ.
Φλεβάρης του MMXIX





[1] Στο τελευταίο έργο του Μουαουάντ, Tous des oiseaux, τα πουλιά γίνονται σύμβολο ελευθερίας: Όλοι ελεύθεροι σαν τα πουλιά.
[2] Αυτή ο τριμερής χωρισμός θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί με τους δύο τριαδικούς καταμερισμούς του ζωολογίου που στολίζει, με τη μορφή τατουάζ, το σώμα του Γουέλσον Γουλφ Ρούνι. Καταρχήν, έχουμε στην πλάτη Άγρια Ζώα, στο στήθος Νυχτερίδες και στα πόδια Έντομα (πάλι με τη γενική έννοια «ζωύφια», γιατί μιλάει και για σκουλήκια και σκολοπέντρες). Τα άγρια ζώα, με τη σειρά τους χωρίζονται σε αγρίμια, πουλιά και («άγρια») ψάρια, δηλ. σε πλάσματα της στεριάς, του αέρα και του νερού – αφήνεται να εννοηθεί ότι πρόκειται μόνο για επιθετικά, αγριωπά πλάσματα.
[3] Η αντιστροφή (σπιτόγατος / γατόσπιτο) είναι μια χλωμή απόδοση του πρωτότυπου λογοπαίγνιου: εκεί αφορά τα ομόηχα «ο γάτος Πιτό» (le chat Pito) και «η τέντα του τσίρκου» (le chapiteau), καθώς ο γάτος (σκεφτόταν η Λεονί) έχει συμπεριφορά κλόουν.
[4] Για την ακρίβεια, πρόκειται για «μεφίτη» (Mephitis mephitis), είδος που ονομάζεται μερικές φορές, όχι με πολλή ακρίβεια: «αμερικάνικος ασβός». Αλλά είναι ακριβώς σ’ αυτό το είδος, αυτό το απρόμαυρο και μυρωδάτο ζώο, που, μέσα από κόμιξ και παιδικές ιστορίες, παραπέμπει συνήθως η ονομασία «ασβός» για τους σύγχρονους αναγνώστες.
[5] Αλλά κι ο συγγραφέας σκέφτεται με αυτό το γενικευτικό τρόπο: βάζει, πράγματι, μια αράχνη να δηλώνει «έντομο» (σελ. 57).

No comments:

Post a Comment

Ένας λιμανίσιος σκύλος

Ήταν χτες, ήταν αύριο.  Τα δάχτυλά μου από πέτρα και ξύλο που δεν ξέρουν πια την ηλικία μου... Ήταν χτες, ήταν αύριο....