«Αν κάποιος ενήλικος, κατά μεγάλη σύμπτωση,
συναντηθεί κάποια μέρα, ας πούμε βγαίνοντας από μια πυκνή ομίχλη, με το παιδί
που είχε υπάρξει ο ίδιος, και αν και οι δυο τους αναγνώριζαν ο ένας τον άλλο,
θα σωριάζονταν αμέσως κάτω κρύβοντας το πρόσωπό τους, ο ενήλικος από απελπισία,
το παιδί από τρομάρα».
WM
Η μητέρα μου ήταν από
ελληνοκαθολική οικογένεια, ο πατέρας μου από μαρωνίτικη
οικογένεια. Ασφαλώς ακολουθούσαμε το θρήσκευμα του πατέρα. Ήμασταν επομένως
μαρωνίτες χριστιανοί και ζούσαμε σ’ ένα μαρωνίτικο χωριό, περικυκλωμένο από
χωριά Δρούζων. Φύγαμε από εκεί μετά από ένα επεισόδιο, όταν τρεις Δρούζοι
επιτέθηκαν στο αυτοκίνητο των γονιών μου. Η μητέρα μου φοβήθηκε πολύ. Ήταν
έγκυος σε μένα, νομίζω. Ο πατέρας μου αποφάσισε τότε να πάμε να μείνουμε σ’ ένα
άλλο χριστιανικό χωριό, σε χριστιανική περιοχή. Αργότερα πήγαμε στη Βηρυτό.
Εκεί τους βρήκε, το 1975, το
ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου.
Τη λέξη πόλεμος δεν τη λέγαμε
ποτέ, όμως την κλίναμε: «darah hiedrabou», «darabou», «darabouna» (θα βομβαρδίσουν, βομβάρδισαν, μας
βομβάρδισαν). Με τους φίλους μου, είχαμε αναπτύξει μια έντονη αίσθηση για τους
ήχους. Όταν ακούς «μπουμ», αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι έπεσε μια βόμβα,
κάπου μακριά, είτε ότι ένα κανόνι εξαπόλυσε μια βόμβα που θα έρθει να σκάσει
ίσως κοντά σου. Αναγνωρίζαμε, αναγκαστικά, όλες τις αποχρώσεις. Ήμουν
ικανός να πω για ένα κανόνι: «Είναι ένα 255, ή ένα 244». Έτσι όπως ένα παιδί
περνάει την ώρα του κοιτάζοντας τ' αυτοκίνητα και λέγοντας: «Α, αυτό είναι Μερσεντές, εκείνο είναι Βόλβο».
Ήμουν ένα παιδί που το αγαπούσαν
πολύ, αλλά με δίδαξαν να μισώ τους άλλους. Να απεχθάνομαι τους Μουσουλμάνους,
τους Σιίτες, τους Σουνίτες, τους Δρούζους, τους Παλαιστίνιους, τους Εβραίους,
τους Ισραηλινούς. Όλους εξίσου.
Το 1977, όταν ήμουν εννιά χρονών,
δολοφονήθηκε ο δρούζος αριστερός ηγέτης Καμάλ Τζουμπλάτ. Βγήκαμε στους δρόμους
για να χορέψουμε πάνω σε ένα πτώμα ακόμα ζεστό. Μόνο στα είκοσι κάτι μου χρόνια
κατάλαβα τι σήμαιναν αυτοί οι πανηγυρισμοί. Μου φάνηκε σαν μια μεγάλη αδικία,
στην οποία ήμουν και εγώ αυτουργός. Η ανάγκη
να γράφω προκύπτει από αυτό το συναίσθημα.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ↓
Αν και η κατάσταση είχε γίνει
περίπλοκη, όλοι πίστευαν ότι οι συγκρούσεις δεν θα διαρκούσαν για πολύ ακόμα. Το
1977, η Γαλλία πρόσφερε σε όσους Λιβανέζους το επιθυμούσαν φιλοξενία τριών
μηνών, ώσπου να ηρεμήσει η κατάσταση. Φύγαμε το 1978.
Την πρώτη μου μέρα στο παρισινό
σχολείο, άκουσα από τον καθηγητή μου ότι ο Κάρολος Μαρτέλος απόκρουσε τους
Άραβες στο Πουατιέ.
Η άδεια παραμονής ανανεωνόταν
κάθε τρίμηνο. Το 1983 μας είπαν: «Θα σας ανανεώσουμε την άδεια για έξι μήνες,
αλλά για τελευταία φορά. Μετά, πρέπει να φύγετε». Ο πατέρας μου έκανε τότε
αίτηση για μετανάστευση στο Κεμπέκ. Έγιναν όλα γρήγορα και εύκολα. Η μητέρα μου
ήταν ενθουσιασμένη, της άρεσε πολύ η ιδέα να πάει στο Μόντρεαλ επειδή εκεί
οι δρόμοι είναι καθαροί. Αρρώστησε πριν φύγουμε, διαγνώστηκε καρκίνος. Πέθανε
δυο χρόνια αργότερα.
Στο νεαρό Μουαουάντ, το Κεμπέκ
έμοιαζε «τόπος βυθισμένος σε μια τερατώδη γαλήνη». Την ίδια στιγμή, ήταν ένα
μέρος όπου κανένας δεν κατόρθωνε να γράψει σωστά το όνομά του (το μικρό του
όνομα σημαίνει ύπαρξη, ζωή, και θα μπορούσε να μεταφραστεί «ζωή μου», κατά τον
ίδιο). Αυτός και τα αδέλφια του ήταν οι μοναδικοί στην οικογένεια που έχουν
αραβικά ονόματα. Μικρός, μισούσα τους γονείς μου που μου έδωσαν ένα τέτοιο όνομα.
Τα ξαδέρφια μου λέγονταν Πασκάλ, Κλοντ, Αντουάν. Τα γαλλικά ονόματα μου
φαίνονταν πολύ όμορφα. Ήθελα και γω τέτοιο όνομα.
Μιλώντας για ένα έργο του, είπε
ότι ήταν καιρός να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα τι απογίνεται η μητρική
γλώσσα όταν τα πάντα αρχίζουν να λειτουργούν μέσα από μια άλλη γλώσσα, μια
γλώσσα που την απόχτησε «τερατωδώς». Και εξηγείται: Ανήκω σε μια οικογένεια
που δεν θεωρεί πως ο Φρόιντ έχει να μας μάθει πράγματα σε ό,τι αφορά τον
ψυχισμό, σε μια οικογένεια που πιστεύει ότι αν το σώμα είναι καλά, αν είναι
κανείς εν ζωή, ασφαλής και υγιής, όλα πάνε καλά, ότι τα συναισθήματα δεν έχουν
μεγάλη σημασία. Στην οικογένεια που μεγάλωσα, το να εγκαταλείψεις τη χώρα σου,
το να ξεχάσεις τη γλώσσα σου, δεν πείραζε και πολύ, αρκεί να συνέχιζες να
σέβεσαι τις παραδόσεις και τις συμβάσεις, αρκεί να ήσουν κομιλφό και
καλοντυμένος. Για να με βοηθήσουν να ενσωματωθώ, άρχισαν να μου μιλάνε στα
γαλλικά, ενώ μέχρι τότε μιλούσα μόνο αραβικά. Κι ήθελα κι εγώ να μάθω να μιλάω
γαλλικά για ν’ αποχτήσω φίλους. Υπήρξε λοιπόν για μένα, στην ηλικία των δέκα,
μια αιφνίδια μεταπήδηση από τα αραβικά στα γαλλικά. Σήμερα, έχω ολική αμνησία
σε σχέση με τη μητρική μου γλώσσα. Δεν καταφέρνω να σκεφτώ στα αραβικά. Παρότι,
όταν πηγαίνω στο Λίβανο, τα αραβικά επανέρχονται γρήγορα.
[διασκευασμένα αποσπάσματα από τις τρεις συνεντεύξεις που αναφέρονται
εδώ]
No comments:
Post a Comment